Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Χρειαζόμαστε διαφορετικά είδη μουσικής σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μας"..."




O Αντώνης Σουσάμογλου θα ξεχώριζε σχεδόν υποχρεωτικά ανάμεσα στους Έλληνες μουσικούς καθώς δεν υπάρχουν στη χώρα μας -ούτε και στον διεθνή χώρο, για να είμαστε ειλικρινείς- παρά ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα κυριολεκτικά, κορυφαίοι εκτελεστές της κλασικής μουσικής οι οποίοι να είναι και συνθέτες και μάλιστα τραγουδιών (ακριβέστερα τραγουδοποιοί καθώς γράφει ο ίδιος και τους στίχους των κομματιών του). Το γεγονός όμως ότι με τη δεύτερη ιδιότητά του παρέδωσε μία μόλις δεύτερη δισκογραφική δουλειά τόσο ολοκληρωμένη, ώριμη αλλά και αληθινά -και λίαν απολαυστικά, κατά την προσωπική μας γνώμη- ανανεωτική όσο το "One Night Stand" θα τολμούσαμε να πούμε ότι αγγίζει και πιθανότατα ξεπερνά τα όρια του αξιοθαύμαστου!
Ο τριανταπεντάχρονος Αντώνης Σουσάμογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σε μουσική οικογένεια, το ταλέντο της οποίας ολοφάνερα κληρονόμησε. Σπούδασε βιολί και ανώτερα θεωρητικά στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο και μετά στο Λονδίνο, ενώ από το 2008 είναι και διδάκτορας του πανεπιστημίου City του Λονδίνου (με αντικείμενο της διατριβής του το έργο του Νίκου Σκαλκώτα). Ο συνδυασμός του δεδομένου ταλέντου με σπουδές τέτοιου, πραγματικά σπάνια, υψηλού επιπέδου δεν άργησε καθόλου να καρποφορήσει και έτσι, μετά από ουκ ολίγες διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς, συνεργασίες με σπουδαίες επίσης διεθνείς μα και ελληνικές ορχήστρες και εμφανίσεις σε σημαντικότατους χώρους συναυλιών και αφού διετέλεσε κορυφαίος της ΚΟΑ, η αξία του αναγνωρίστηκε πανηγυρικά με την ανάδειξη του ως εξάρχοντα βιολιστή της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, θέση την οποία κατέχει μέχρι και σήμερα (και έχοντας πλέον επιστρέψει μόνιμα στη γενέθλια πόλη του).

Παράλληλα όμως ο Α. Σ. είχε και συνθετικές ανησυχίες, τόσο με οργανικά έργα -στην πλειοψηφία τους, όπως είναι εύλογο, κλασικής μουσικής- όσο και με τραγούδια. Το πρώτο δείγμα της τελευταίας δραστηριότητάς του ήταν το album «Don’t Mind The Gap», τη δημιουργία του οποίου συνυπέγραψε με τον Φαίδωνα Καλοτεράκη. Ήταν μια όμορφη και ενδιαφέρουσα δουλειά, που όμως ήταν αδύνατο να προϊδεάσει για το «One Night Stand», το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη της περυσινής χρονιάς. Με αυτό ο Α.Σ. μάς έδωσε έναν κύκλο τραγουδιών που αρδεύονται από ένα απρόσμενα και εξαιρετικά ευρύ ορίζοντα επιρροών, ο οποίος προφανώς στηρίζεται στο στέρεο θεμέλιο της κλασικής μουσικής αλλά εκτείνεται και στο rock, την jazz, την -βρετανική κυρίως- ποπ της δεκαετίας του ’60, το musical και άλλα «θεατρικά» ιδιώματα και φτάνει να περιλαμβάνει ακόμα και ηλεκτρονικά στοιχεία. Οι γενναιόδωρες, βαθιά και ουσιαστικά εμπνευσμένες μελωδίες του, στηρίζουν την άκρως προσωπική -ακόμα και στα όρια του ιδιωματικού κάποιες στιγμές- και σύγχρονη στιχουργική του γραφή την οποία εκλήθησαν να ερμηνεύσουν μερικές από τις καλύτερες φωνές της ελληνικής μουσικής τού σήμερα (Δήμητρα Γαλάνη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Έλλη Πασπαλά, ο Vassilikos των Raining Pleasure και οι, λιγότερο γνωστοί ίσως μα καθόλου λιγότερο αξιόλογοι, Νίκος Κατικαρίδης, Μανώλης Χατζημανώλης και Φαίδων Καλοτεράκης). Τελευταίο, μα κάθε άλλο παρά έσχατο για εμάς, η παρουσία του «Οι Οπαδοί Του Μαρξ» το οποίο προσωπικά θεωρούμε ένα από τα πολύ λίγα τόσο σημαντικά πολιτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί στην χώρα μας εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έχουμε μάλιστα την πολύ έντονη αίσθηση ότι οι καταληκτικοί στίχοι του «εμείς θα μείνουμε οπαδοί του Μαρξ/εσύ του Καρλ και εγώ του Γκράουτσο» κρύβουν πολύ μεγαλύτερο βάθος και αντίστοιχα πολύ λιγότερο χιούμορ από όσο ίσως ακόμα και ο ίδιος ο Α.Σ. να υποψιάζεται...


* Είμαι σίγουρος ότι συνειδητοποιείς απόλυτα πως ο τίτλος «One Night Stand», εκτός από την κυριολεκτική του σημασία, εμπεριέχει και ένα σαφέστατο σεξουαλικό υπονοούμενο. Ήταν κάτι που επεδίωξες επιλέγοντάς τον ή απλά προέκυψε «εκ των συμφραζομένων»;
Όχι, δεν το επεδίωξα, αλλά εκ των υστέρων μου αρέσει το νοηματικό παιχνίδι που προέκυψε. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να αποφύγω κάτι βαρύγδουπο που να παραπέμπει σε «έντεχνο» ή «κουλτουριάρικο». Το «One Night Stand» μού επέτρεψε να αρχίσω να ξετυλίγω την ιστορία των τραγουδιών ήδη από το εξώφυλλο.

* Γνωρίζω ότι δεν συμμερίζεσαι την άποψη της πλειοψηφίας μάλλον των μουσικών ότι «η μουσική είναι μία». Εξήγησέ μου τι σημαίνει πρακτικά αυτό για εσένα και κυρίως πώς επηρεάζει το συνθετικό σου έργο.
Με το κάθε είδος ενεργοποιούνται διαφορετικές πλευρές μου, χρειάζομαι την αντίθεση. Βρίσκω πολύ συναρπαστικό το ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί διαφορετικοί κόσμοι για να ανακαλύψουμε. Αυτό που με συγκινεί στο τραγούδι είναι η αμεσότητα στο συναίσθημα, ενώ στην κλασική είναι η διαδικασία της ανάπτυξης και της επεξεργασίας. Τα τραγούδια δεν μου έρχονται ποτέ κατά παραγγελία, έχουν τον δικό τους, ανεξάρτητο χρόνο ενώ αν καθίσω να γράψω κάτι ορχηστρικό, μπορώ σε ένα βαθμό να ενεργοποιήσω τους μηχανισμούς των γνώσεων. Αλλά και πάλι ο διαχωρισμός κλασικής - τραγουδιού είναι επίσης αυθαίρετος. Και τα δύο έχουν αναρίθμητες εκδοχές. Αυτή η φράση χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα -και δικαιολογημένα τότε- για να νομιμοποιήσει το τραγούδι ως είδος που διεκδικούσε ισότιμα σεβασμό σε σχέση με την κλασική μουσική. Αυτό δυστυχώς αποτέλεσε στη συνέχεια άλλοθι για να κρυφτούν από πίσω άνθρωποι χωρίς κρίση και αισθητήριο, με αποτέλεσμα την ισοπέδωση που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Θεωρώ πως το ερώτημα έχει πια απαντηθεί. Χρειαζόμαστε διαφορετικά είδη μουσικής σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μας.

* Από εκεί και πέρα η μία -και πολύ μεγάλη και σημαντική- πλευρά των επιρροών σου είναι προφανώς η κλασική σου παιδεία αλλά θα έλεγα και το συγκεκριμένο όργανο του οποίου είσαι βιρτουόζος εκτελεστής. Από την πλευρά των δημιουργών τραγουδιών ποιους αναγνωρίζεις ο ίδιος ως κυριότερες επιρροές σου, τόσο από την Ελλάδα όσο και από τον διεθνή χώρο;
Οι Beatles είναι πάντα εκτός συναγωνισμού για εμένα αλλά έχω επηρεαστεί πολύ από και από τη σχολή των τραγουδοποιών - αφηγητών όπως ο Paul Simon, ο Sting, ο Elvis Costello, η Tori Amos και ο Tom Waits. Στον ελληνικό χώρο, εκτός από τον Διονύση Σαββόπουλο που είναι σπουδαίος ποιητής, έχω αναφορές και μνήμες από τα τραγούδια των αδελφών Κατσιμίχα. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τους θαυμάζω και τους θεωρώ -τον καθένα για διαφορετικούς λόγους- κατά κάποιο τρόπο συγγενείς μου, όπως ο Νίκος Κυπουργός, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Φοίβος Δεληβοριάς, ενώ με συγκινεί βαθιά και ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Ο Μάνος Χατζιδάκις φυσικά, για όσους ζουν και γράφουν τραγούδια στην Ελλάδα, δεν είναι απλά επιρροή, είναι ο αέρας που αναπνέουμε!

* Όσον αφορά στα άλλα μουσικά είδη, έχεις μια ιδιαίτερη αδυναμία στην jazz; Αν ναι, πώς προέκυψε;
Ξεκινάει από την αρμονική της δομή που τη βρίσκω από τα πιο ενδιαφέροντα μουσικά πράγματα στον εικοστό αιώνα αλλά πρέπει να σου πω πως έχω εξίσου, αν όχι περισσότερη, αδυναμία στο rock και την ποπ.

* Το παζλ των ουκ ολίγων ερμηνευτών είναι πολύ ενδιαφέρον αλλά και λίγο παράξενο. Από τη μια μερικές από τις σημαντικότερες φωνές του λόγιου τραγουδιού (Γαλάνη, Πασπαλά, Ιωαννίδης) και από την άλλη μερικές πολύ αξιόλογες αλλά μάλλον παντελώς άγνωστες στο κοινό φωνές και, μέσα σε όλα αυτά, μόνος ο Βασιλικός που ανήκει στην ξεκάθαρα rock «σχολή». Αιτιολόγησε συνοπτικά τι σε έκανε να επιλέξεις καθένα/καθεμία από αυτούς/ές.
Κατ' αρχήν το παζλ, όπως το αποκαλείς, αποτελεί κομμάτι τού ποιος είμαι εγώ ο ίδιος μουσικά. Επειδή ο ίδιος δεν τραγουδάω όπως θα ήθελα, αυτό το μειονέκτημα ξαφνικά μου έδωσε ένα free pass στο να κάνω ένα δίσκο όπως θα τον ονειρευόμουν. Ξεκίνησα να αναζητώ την κατάλληλη φωνή για το κάθε τραγούδι σα να ψάχνω ηθοποιούς για να ενσαρκώσουν διαφορετικούς ρόλους. Σαφώς και ο στόχος μου δεν ήταν να κάνω ένα all star cast με διάσημα ονόματα. Προσέγγισα αυτούς τους τραγουδιστές επειδή με συγκινούν και επειδή «προσωποποιούσαν» τις ιστορίες.

* Και τι σε έκανε να ερμηνεύσεις δύο τραγούδια ο ίδιος; Οχι φαντάζομαι το ότι διεκδικείς και «δάφνες» τραγουδιστή...
Θα μπορούσα κάλλιστα να ζήσω χωρίς να τραγουδήσω σε κανέναν δίσκο μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει τέτοιου είδους καριέρα, με νοιάζει να ευτυχήσουν τα τραγούδια μου όσο γίνεται με τον καλύτερο τρόπο. Απλά όλα τα demos ξεκίνησαν με τη δική μου φωνή και αυτά τα δύο κατέληξαν να παραμείνουν έτσι. Χρειάστηκαν αρκετοί άνθρωποι για να με πείσουν πως ήταν εντάξει ως είχαν.

* Αντώνη, το «Οι Οπαδοί Του Μαρξ» είναι ένα απόλυτα πολιτικό τραγούδι, από τα πολύ λίγα τέτοια που γράφονται πια στις ημέρες μας; Και τι θέλεις να πεις, ποιο σχόλιο να κάνεις με αυτό για τη συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, την οποία προφανώς και συμμερίζεσαι και τοποθετείς τον εαυτό σου;
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε με αφορμή του τέλους μιας σχέσης. Γίνεται πολιτικό από το γεγονός ότι είναι μια προσωπική ιστορία που διαδραματίζεται με φόντο ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και αποτέλεσε την αφορμή να μιλήσω για πράγματα που με ενοχλούν στην καθημερινότητά μας. Αυτός είναι ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι ένα πολιτικό τραγούδι σήμερα, μέσα από ένα προσωπικό στίγμα και όχι από τις λαοθάλασσες.

* Και τα επόμενα μουσικά σου σχέδια, γενικότερα αλλά και ειδικότερα σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο;
Θα ήθελα να παίξω ζωντανά το «One Night Stand» γιατί έχουμε ένα βασικό πυρήνα συνεργατών και θέλουμε να το χαρούμε όσο είναι ακόμα φρέσκο. Παράλληλα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε επίπεδο post production η μουσική που έγραψα για μια ταινία, ενώ παράλληλα έχω αρχίσει να μαζεύω το υλικό για έναν επόμενο δίσκο αλλά γι’ αυτό είναι ακόμα αρκετά νωρίς.

Είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις που είμαστε προκαταβολικά σίγουροι ότι, όποια και ό,τι και αν είναι η επόμενη δισκογραφική κατάθεση του Α.Σ,. θα έχουμε και πάλι τη χαρά να φιλοξενήσουμε μια συνέντευξη του σε αυτό το δισέλιδο. Θα είναι απλά απαραίτητο εκ των πραγμάτων καθώς, τόσο η πείρα μας στο αντικείμενο της μουσικής κριτικής όσο και το προσωπικό μας ένστικτο, συμφωνούν απόλυτα πως μαζί του έχουμε να κάνουμε με έναν αληθινό πλούτο έμπνευσης, δημιουργικής φαντασίας και συναρπαστικά νέων ιδεών και προσεγγίσεων μα και πρωτογενούς υλικού επίσης, ο οποίος μόλις έχει αρχίσει να εξορύσσεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: