Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο σκύλος μου με έμαθε να αγαπώ και με έκανε καλύτερο άνθρωπο


Πριν τρία χρόνια περίπου, με ρώτησε ένας φίλος μου αν θα ήθελα ένα σκύλο. Κατηγορηματικά απάντησα όχι χωρίς να τον αφήσω να μπει σε λεπτομέρειες γιατί υποστήριξα πως έχω έλλειψη χρόνου και χώρου και δε θέλω να το έχω δυστυχισμένο.

Μετά από ένα μήνα ο ίδιος φίλος μου με ρώτησε αν θυμάμαι την ερώτηση που μου είχε κάνει. Του απάντησα ναι, αλλά του ξανα είπα είπα πως δε θέλω σκύλο. Τον άφησα όμως να μου πει λεπτομέρειες για τον σκύλο που ήθελε να πάρω.

 Ένα χειμωνιάτικο πρωινό έξω από το πατρικό του σπίτι στο Φάληρο, πέρασε ένα αυτοκίνητο, εν κινήσει, ανοίξανε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και πέταξαν τον σκύλο έξω. Ο σκύλος έτρεχε από πίσω τους, ήθελε να τους προλάβει, έτρεχε πανικόβλητος μη τους χάσει, μάταιη η προσπάθεια όμως. Έχασε τα ίχνη τους και μετά από τόσο τρέξιμο κούραση και απογοήτευση βρήκε μια γωνιά να κοιμηθεί..


Πέρναγαν οι μέρες, περίμενε μήπως τον ξέχασαν και ήλπιζε πως θα γυρίσουν να τον πάρουν, τα βράδια έκλαιγε και φώναζε σαν τους λύκους που καλούν τις αγέλες. Μικρά παιδιά καθημερινά τον χλεύαζαν και του πετούσαν πέτρες. Δεν ήξερε τι σημαίνει να μένεις στο δρόμο, τον χτύπησε και μηχανή.

Μια μέρα ένα καλός κύριος, ο κύριος Βασίλης, πατέρας του φίλου μου που σας έλεγα, πάρκαρε το αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι του, και εκεί τύχαινε να έχει κάνει την κρυψώνα του ο σκύλος. Ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου ο κύριος Βασίλης και σαν σίφουνας ο σκύλος τρέχει για να μπει μέσα στην γνώριμη και γλυκιά ζεστασιά που του στέρησαν με πόνο. Ο κύριος Βασίλης, με την καλή του την καρδιά του έδωσε να φάει κάτι.

Απ' την επόμενη μέρα ο κύριος Βασίλης φρόντιζε καθημερινά τον σκύλο δίνοντας του κονσέρβες και νεράκι. Η ευγνωμοσύνη του σκύλου ήταν μεγάλη,φαίνονταν στα μάτια του.... 

Και εδώ ξεκινάει η κοινή μου ιστορία με αυτόν το σκύλο.

Όταν άκουσα την περιπέτεια του λέω στον φίλο μου. ΦΕΡΤΟΝ ΕΔΩ.

Φεύγει, με παίρνει τηλέφωνο μετά από λίγο, μου λέει άνοιξε είμαι από κάτω.. ανεβαίνουν..βγαίνουν απ' το ασανσέρ και αντικρίζω μια μεγάλη μαύρη ημίαιμη λύκαινα.Ήταν πολύ φοβισμένη και μεγάλη σε ηλικία. Ούτε έφαγε ούτε ήπιε νερό, έμεινε ακίνητη για 25 ώρες σε μια γωνία, το μόνο που έκανε ήταν να παρατηρεί κάθε μου κίνηση.

Μετά το πέρας του 25ώρου πλησίασα με μια λαχταριστή λιχουδιά και άρχισα να την χαϊδεύω και να της μιλάω. Της είπα, τώρα κορίτσι μου τελείωσαν τα βάσανα σου, θα είμαστε μαζί. Με κοίταγε περίεργα σαν να μου έλεγε θα κάνω τα πάντα για σένα, όμως μη με προδώσεις σε παρακαλώ και εσύ.



Από εκείνη τη μέρα άλλαξε όλη η ζωή μου, όπως και η δική της. Έμαθα να αγαπάω πολύ και έγινα καλύτερος άνθρωπος, βοήθησα πολλά ζώα και πολλούς ανθρώπους, με έκανε να δώσω σημασία και να νιώσω τον πόνο των αδύναμων. 

Δε ξέρω το παρελθόν της, το μόνο που ξέρω είναι ότι αν πεθάνω, θα πεθάνει και αν πεθάνει θα χάσω ένα κομμάτι της ζωής μου. Η Λυδία, αυτό είναι το όνομα της τα τελευταία 3 χρόνια που ζούμε μαζί. Της έδωσα το όνομα που ήθελα να δώσω στο παιδί μου αν κάνω κόρη. Δε ξέρω αν θα ζει μέχρι να κάνω παιδί, αλλά σίγουρα το παιδί μου θα ξέρει πια ήταν η Λυδία,τι σήμαινε για μένα και θα το μεγαλώσω με τις αρχές που με δίδαξε εκείνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: