Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Απάντηση Ζαγοράκη σε Πανόπουλο - Πολιτεία

Με γραπτή του δήλωση ο πρόεδρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Θοδωρής Ζαγοράκης, εξέφρασε την γενική τοποθέτηση της ΠΑΕ ΠΑΟΚ στην απόφαση της Πολιτείας περί της απαγόρευσης της μετακινήσεων των φιλάθλων σε συνδυασμό με κάλεσμα προς τους φιλάθλους της ομάδας να μην πάνε μεθαύριο στην Ξάνθη και στο γήπεδο των Πηγαδίων για το παιχνίδι με την Skoda αλλά και απάντηση στον μεγαλομέτοχο της ακριτικής ομάδας, Χρήστο Πανόπουλο.

"Αισθάνομαι άσχημα κάθε φορά που πρέπει να υποδείξω σε ελεύθερους πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους ποια συμπεριφορά πρέπει να ακολουθήσουν εν όψει ενός αγώνα της ομάδας μας. Μετά τα τελευταία γεγονότα κρίνω σκόπιμο να μοιραστώ με τον κόσμο του ΠΑΟΚ τις σκέψεις μου, σχετικά με τις μετακινήσεις οπαδών, καθώς έχουμε μπροστά μας έναν κρίσιμο αγώνα της ομάδας σε μια κοντινή και φιλική πόλη όπως είναι η Ξάνθη, με έντονο το ΠΑΟΚτσήδικο στοιχείο.
Δεν χωράει ο νους μου ότι προτιμούμε να διεξάγονται αγώνες σε άδεια γήπεδα, από τα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις να βρίσκονται στις εξέδρες με ασφάλεια και σε φίλαθλα πλαίσια όσο το δυνατόν περισσότεροι φίλαθλοι και των δυο αγωνιζόμενων ομάδων.
Η πρόσφατη σχετική υπουργική απόφαση μας αφαιρεί αυτό το δικαίωμα, να είμαστε δηλαδή υπεύθυνοι για τις εκδρομές των φιλάθλων μας, ευθύνη που δεν είχαμε πρόβλημα να αναλάβουμε. Ως εκ τούτου η μόνη λύση θα ήταν η κοινή λογική των παραγόντων να διαθέτουν εισιτήρια σε μεμονωμένους φιλάθλους και να συνεργάζονται προς τον κοινό στόχο της αναβάθμισης του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ήδη θεωρώ ότι έγινε μεγάλη κουβέντα για το αυτονόητο. Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ, εγώ προσωπικά και οι συνεργάτες μου πρεσβεύουμε τη λογική που θέλει το άθλημα και τον ποδοσφαιριστή τους πρωταγωνιστές σε ένα θέαμα για όσο το δυνατόν περισσότερους φιλάθλους.
Η ομάδα ανταποκρίνεται στο σχεδιασμό που έγινε και είναι κρίμα να σπαταλάμε διάθεση και ενέργεια για πράγματα που μπορούν να μας αποπροσανατολίσουν.
Ο ΠΑΟΚ θα προσπαθήσει θεσμικά να αλλάξει την ισχύουσα νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά γράμμα στους δικούς μας φιλάθλους. Μέχρι τότε καλώ τους φιλάθλους μας να μην αγνοήσουν την νομοθεσία, όσο άδικη κι αν τη θεωρούν, και να μη δώσουν το δικαίωμα σε κανέναν να εκμεταλλευτεί το πάθος τους για τον ΠΑΟΚ και να δημιουργήσει εμπόδια στην προσπάθεια της ίδιας της ομάδας.
Για ακόμη μια φορά θα πρέπει να ζητήσουμε από τους φιλάθλους μας να εναρμονισθούν με τις τελευταίες υπουργικές αποφάσεις, αλλά και την απόφαση της ΠΑΕ Skoda Ξάνθη να μην επιτρέψει τη διάθεση εισιτηρίων από εκδοτήρια του γηπέδου, και να συμβάλλουν από την πλευρά τους στην ομαλή διεξαγωγή του αγώνα προκειμένου να μην υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες για την ομάδα.

Θόδωρος Ζαγοράκης"

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Σπάνιο comic πουλήθηκε για ένα εκατομμύριο δολάρια!


Ένα σπάνιο τεύχος της σειράς comic "Superman" πουλήθηκε μέσω internet για ένα εκατομμύριο δολάρια.
Το τεύχος είναι από την πρώτη παρτίδα που κυκλοφόρησε ποτέ, το 1938, και το κόστος του ήταν 10 σεντς. Ο ανώνυμος πωλητής έβαλε σε δημοπρασία το σπάνιο αυτό αντίτυπο στην ιστοσελίδα ComicConnect.com και χτύπησε το τζακ ποτ.
Το προηγούμενο ρεκόρ για μεταπώληση σπάνιου comic ήταν τα 317.000 δολάρια για ένα τεύχος της ίδιας ακριβώς παρτίδας. Η τεράστια διαφορά στην τιμή οφείλεται στην πολύ καλύτερη κατάσταση που βρίσκεται το δεύτερο.
Μάλλον θα τα αξίζει τα λεφτά του…

www.zougla.gr

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Επίσκεψη της Δημάρχου Βέροιας στην Κωνσταντινούπολη


Ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση, αρχικά του Διευθυντή της Ζωγραφείου Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως κ. Γιάννη Δεμιρτζόγλου, και στη συνέχεια του Σεβασμιωτάτου Γέροντα Χαλκηδόνος κ.κ Αθανασίου και του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη κ Βασίλη Μπορνόβα, η δήμαρχος Βέροιας κ. Χαρίκλεια Ουσουλτζόγλου Γεωργιάδη μαζί με κυρίες από τη Βέροια και τον καταγόμενο από τη Βέροια δικηγόρο Θεσσαλονίκης κ Δημήτρη Τόλιο, επισκέφθηκαν και διέμειναν στην Κωνσταντινούπολη την Παρασκευή και το Σάββατο. Τους δόθηκε η μοναδική ευκαιρία να περιδιαβούν την Ασιατική πλευρά της Πόλεως που δεν συγκεντρώνει τουριστικό ενδιαφέρον, όπου "ξεχασμένες" οι ορθόδοξες κοινότητες φυλάγουν πνευματικές Θερμοπύλες.
Εκεί εκκλησιάστηκαν στους Α’ Χαιρετισμούς στην Εκκλησία Κωνσταντίνου και Ελένης του Πασάμπαχτσε όπου ιερούργησε ο Δεσπότης Χαλκηδόνος και ήταν ιδιαίτερα συγκινητικά τα σχόλια των παρευρισκόμενων Ρωμιών όταν είδαν την εξαιρετικά σπάνια εικόνα της γεμάτης με κόσμο εκκλησίας , αφού τη Βεροιώτικη αποστολή συνόδευε και ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων των μαθητών της Ζωγραφείου Σχολής που έψαλε μαζί με την αποστολή τη Υπερμάχω. Ακολούθως έγινε ένα οδοιπορικό, την ίδια μέρα στις εκκλησίες της Ασιατικής πλευράς, την εκκλησία Μεταμορφώσεως του Καντυλί και στον Άγιο Παντελεήμονα.
Την αποστολή υποδέχτηκε το απόγευμα ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος στο Μητροπολιτικό Μέγαρο όπου αντηλλάγησαν δώρα και έγινε μια ουσιαστική συζήτηση, μεταξύ άλλων, για τα ζητήματα των Ρωμιών και τον τρόπο με τον οποίο οι ελλαδίτες μπορούν να συμπαρασταθούν.
Ακολούθως πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη στη Ζωγράφειο Σχολή όπου τους υποδέχθηκε ο Διευθυντής και φίλος της Βέροιας Γιάννης Δεμιρτζόγλου, έγινε η ξενάγηση στη Σχολή και θερμή ανταπόδοση της φιλοξενίας του ιδίου στη Βέροια με ανταλλαγή δώρων και το ίδιο απόγευμα η αποστολή συναντήθηκε με τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στην Πόλη Βασίλειο Μπορνόβα, ο οποίος μετά τις προσφωνήσεις τις αντιφωνήσεις και την ανταλλαγή δώρων, ξενάγησε τους προσκεκλημένους του στην ιδιαίτερα σημαντική Έκθεση φωτογραφίας στο Σισμανόγλειο για τις εκκλησίες της Πόλης πριν από την περίοδο του Τανζιμάτ.
Η Δήμαρχος Βέροιας, πρότεινε στον Γενικό Πρόξενο, η Έκθεση να παρουσιαστεί με την ευθύνη του Δήμου, κατά την περίοδο των φετινών Παυλείων τα οποία διοργανώνει η Ι.Μ στη Βέροια. Αυτό το ενδεχόμενο υποσχέθηκε να το συζητήσει ο Πρόξενος με τον Τούρκο καλλιτέχνη Ζαφέρ Καρατζά.
Την επόμενη μέρα η αποστολή έγινε δεκτή από την ΑΘΠ τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Νιχώρι του Βοσπόρου. Μετά τη θεία λειτουργία προς τιμήν των Αγ. Θεοδώρων την εδέχθη ο Πατριάρχης και στην προσφώνησή του αντιφώνησε η Δήμαρχος και του προσέφερε το Λεύκωμα της Βέροιας , το λεύκωμα της Ημαθίας και την Κόρη της Βέροιας.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Δήμαρχος με τον Όμιλο, πριν την επιστροφή στη Βέροια, εκκλησιάστηκαν στον Αγ Γεώργιο στο Φανάρι, όπου με μεγάλη λαμπρότητα γιορτάστηκε η Κυριακή Της Ορθοδοξίας

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Κωνσταντινούπολη, η αναντικατάστατη / του Νεντίμ Γκιουρσέλ


Η Κωνσταντινούπολη είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010, κάτι που μπορεί να μοιάζει παραδοξολογία για την πρωτεύουσα των Οθωμανών σουλτάνων, αλλά και για την πόλη του Πιερ Λοτί (Pierre Loti), του κατ' εξοχήν βάρδου της Κωνσταντινούπολης, που στις φαντασιώσεις τους την έβλεπε σαν μια πόλη-εκπρόσωπο της Ανατολής. Εξάλλου η Κωνσταντινούπολη ως πύλη προς την Ανατολή («υψηλή πύλη» την ονόμαζαν τότε), οδήγησε σε τόσες ονειροπολήσεις τους Ευρωπαίους του τέλους του 19ου αιώνα, που σήμερα μας είναι αδύνατο να την αποσυνδέσουμε από τη μυθοπλασία εκείνης της εποχής.

Κι όμως, ευρισκόμενη ιππαστί σε δύο ηπείρους, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, αυτή η μεγαλούπολη των δεκαπέντε σχεδόν εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν παύει να επεκτείνεται και να αναπτύσσεται, διεκδικεί επάξια τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις.

Πώς να αναφερθώ με λίγες μόνο λέξεις στην πολυαγαπημένη μου πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που με ακολουθεί παντού; Την πόλη που την είπαν ακόμα Λύγο, Βυζάντιο, Νέα Ρώμη, Πύλη της Ευδαιμονίας, Οικία του Χαλιφάτου, Υψηλή Πύλη, «τη χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους» -όπως την αποκάλεσε ο
Τεβφίκ Φικρέτ (Tevfik Fikret), ο οργισμένος Τούρκος ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα- την κατ' εξοχήν «Πόλη»;

Περιέργως συχνά ανακάλυψα την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι, ξύπνιος από ένα όνειρο, κάτω από το φως ενός λαμπτήρα που φώτιζε τα λευκά μου χαρτιά ή κάπου αλλού, στα αδιάκοπα ταξίδια μου στον κόσμο. Όχι, η Κωνσταντινούπολη δε με στοίχειωνε σαν επίμονη ανάμνηση, δε με καταλάμβανε σαν τύψη, αλλά ερχόταν σαν πραγματική πόλη στην οποία είχα «ρημάξει τη ζωή μου», όπως ωραία λέει ο
Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Έλληνας Αλεξανδρινός ποιητής που η οικογένειά του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη: «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θα 'βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί». Και η πόλη με ακολούθησε.

Και τώρα που έχω εκ νέου τη δυνατότητα να επιστρέψω μετά από τόσα χρόνια εξορίας, να βραχώ από τις τρεις θάλασσές της και τους παφλασμούς του
Kεράτιου, να χαϊδέψω τους πύργους, τους θόλους, τους μιναρέδες της, να τρίψω το πρόσωπό μου στα τείχη της, στους μαυρισμένους της τοίχους, να φιλήσω τις δύο ακτές του Βοσπόρου που μοιάζουν με μισάνοικτα χείλη, να σκαρφαλώσω στους λόφους και τα κάστρα της, να αναπαυτώ -επιτέλους!- στη σκιά των πλατάνων της μετά από τόσες ερωτικές διασκεδάσεις, τώρα που μπορώ να την αποκτήσω ξανά, μετά από μια τόσο μακρά απουσία, τι άλλο να πω παρά να εξομολογηθώ τον ακόρεστο πόθο μου για αυτή την «χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους»;

Περιέργως η ίδια αυτή μεταφορά αναπτύσσεται από έναν άλλο συγγραφέα, Γάλλο επιπλέον, που δεν υμνολογεί, σαν το Λοτί, την πόλη της Ανατολής, αλλά την περιγράφει σαν «καλυμμένη από δόξα» τραγουδίστρια. «Να 'τη λοιπόν η πόλη που ονειρευόμουν στα 19 μου, διαβάζοντας τα έργα αναρίθμητων Γάλλων συγγραφέων, με τον
Νερβάλ (Nerval) επικεφαλής, που πάσχισαν να την περιγράψουν. Να 'τη η ηλικιωμένη τραγουδίστρια, η βαρυφορτωμένη από δόξα και κοσμήματα, τη βλέπω από το παράθυρό μου! 'Αλλη μία που αρνείται να μιλήσει για την ηλικία της και το παρελθόν της. Είναι και πάλι νέα· έχει αλλάξει το όνομά της· ξαναρχίζει».

Πράγματι, η Κωνσταντινούπολη ξαναρχίζει σήμερα, φορώντας τα νέα της φορέματα της Ευρωπαίας σταρ. Όσο για την μεταφορά της ηλικιωμένης τραγουδίστριας, ταιριάζει γάντι και στην Ευρώπη, που ανοικοδομείται διευρυνόμενη. Ίσως να 'ναι κι εκείνη παρθένα μετά από χίλιους γάμους κι ετοιμάζεται τώρα, με την Τουρκία, για τον χιλιοστό πρώτο. Αλλά δυστυχώς δεν επαναλαμβάνονται εδώ οι
χίλιες και μία νύχτες, αφού οι δύο εραστές (η Ευρώπη και η Τουρκία) αγαπιούνται αλλά και απωθούνται ταυτόχρονα, διστάζουν. Δεν έχουμε εδώ ένα αισθηματικό ρομάντζο αλλά μία αυθεντική σχέση πάθους με απροσδιόριστη ακόμα κατάληξη.

Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά

Για να επανέρθουμε όμως στην πόλη, θα έλεγα πως κι εγώ, σαν τον
Ζαν Κοκτό (Jean Cocteau), την έχω κοιτάξει πολλές φορές από το παράθυρό μου κι έχω θαμπωθεί επανειλημμένα από τη διάσημη σιλουέτα της, με τους σταχτί τρούλους και τους μιναρέδες της. Κι όμως, όταν πρωτοέφτασα εδώ από την Ανατολία για να φοιτήσω στο λύκειο του Γαλατά Σαράι, σε ηλικία δώδεκα ετών, δεν ήταν αυτή η σιλουέτα που είδα, δεν πρόσεξα καν να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα οι τρούλοι κι οι μιναρέδες που οδήγησαν τον Ζαν Τεβενό (Jean Thévenot) να μιλήσει για «το ωραιότερο δυνατό θέαμα του κόσμου», θέαμα που πριν το Λοτί το είχαν περιγράψει ο Σατομπριάν (Chateaubriand), ο Λαμαρτίνος (Lamartine), Νερβάλ και ο Γκοτιέ (Gautier).

Το μόνο που είχα δει ήταν μια σκοτεινή μάζα κρυμμένη στην ομίχλη, που έπαιρνε στα μάτια μου τη μορφή ενός τέρατος που αναδυόταν από τη θάλασσα, ενώ το καράβι προσέγγιζε στο λιμάνι. Τότε έκλεισα τα μάτια μου απελπισμένος, για να μη βλέπω πια το πελώριο τέρας με τα κοφτερά δόντια, και τις φοβερές φλόγες που πρόβαλαν από τον οισοφάγο του. Τελικά η πόλη με κατάπιε κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, στην οποία αναφέρθηκα επί μακρόν στην «
πρώτη γυναίκα».

Τα χρόνια περνούσαν. Πριν γράψω «
το μυθιστόρημα του προφήτη», δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τις περιπέτειες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ούτε για τις αναρίθμητες μάχες που χρειάστηκαν για να παραδοθεί επιτέλους η πόλη. Αγνοούσα πως στην αρχή της πολιορκίας, το φοβερό κανόνι που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός είχε συρθεί με χίλια ζόρια από πενήντα ζεύγη βοδιών και τετρακόσιους πυροβολητές έως την «εν τοις Καλιγαρίοις» πόρτα, ούτε πως κάποια στιγμή το κανόνι ανατινάχτηκε εξαερώνοντας όλους όσοι βρίσκονταν γύρω του, πριν επιτέλους, μετά από αναρίθμητα πυρά, κατορθώσει να ανοίξει μια ρωγμή στα τείχη της Πόλης.

Δεν ήξερα τίποτα για τις απελπισμένες νύκτες που πέρασε ο
Μωάμεθ Β' ο Πορθητής για τους εφιάλτες του (ναι, τους εφιάλτες του!) για την επιμονή του πασά Ζαγανού χάρη στην οποία παρατάθηκε η πολιορκία, για την καταιγίδα των βελών, των οβίδων, των πετρών, για τους σωρούς των νεκρών γενίτσαρων που έφραζαν τα κενά της οχύρωσης της Πόλης...

Από πού να γνώριζα για την πελώρια αλυσίδα, που ζύγιζε τόνους ολόκληρους, με την οποία είχαν φράξει οι πολιορκημένοι τον Κεράτιο στο ύψος του Γαλατά, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, προκειμένου να απωθήσουν τον οθωμανικό στόλο; Για την υποστήριξη των Γενουατών στους Βυζαντινούς ή για το μυστηριώδες
«υγρό πυρ» που πυρπολούσε ακόμα και τα κύματα της θάλασσας;

Δε στάθηκε δυνατό να αφομοιώσω πλήρως την ιστορία της πόλης μου παρά πολλά χρόνια αργότερα, μακριά από την Κωνσταντινούπολη, χάρη στα βιβλία που καταβρόχθιζα στη βιβλιοθήκη της Σορβόννης, και να σταθεί δυνατό να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Κι αν μιλάω σήμερα γι' αυτή την κατάκτηση, γι' αυτό το τόσο πρόσφατο επεισόδιο σε σχέση με τη χιλιόχρονη κυριαρχία του Βυζαντίου, είναι για να καταγγείλω τους μύθους που εξακολουθούν να διακινούν ορισμένοι εθνικιστές.

Λόγω της απόρριψης της Τουρκίας από την Ευρώπη, ο αριθμός τους -αλίμονο!- δεν παύει να αυξάνει, καθημερινά. Αλλά η Κωνσταντινούπολη θα είναι για ένα χρόνο πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και θα ήταν παράδοξο, ακόμα και σόλοικο, να ασκήσει αυτό το ρόλο εμποτισμένη σε κλίμα εκπόρθησης και εθνικιστικής αλαζονείας.

Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την Κωνσταντινούπολη, ιδίως τώρα που ενέταξε τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δύο κράτη που για καιρό η ιστορία τους συγχωνευόταν με εκείνη της Τουρκίας; Έχοντας πλέον γίνει η πιο πολυπληθής πόλη της ηπείρου ολόκληρης, χτισμένη ως γέφυρα μεταξύ δύο θαλασσών και δύο πολιτισμών, σύνδεσμος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η παλαιά πρωτεύουσα των σουλτάνων εξακολουθεί και σήμερα να προσελκύει, όπως στον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, νέους πληθυσμούς από τις γειτονικές χώρες, την ώρα που ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις χάνουν ακατάπαυστα σε κατοίκους και ζωτικότητα.

Έχοντας επισκεφθεί σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μου είναι αδιανόητο να σκεφτώ μια μελλοντική Ευρώπη που θα έθετε εκτός συνόρων της την Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο θα ήταν σα να απέρριπτε η Δύση ένα σημαντικό τμήμα της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς. Χωρίς αυτήν την κοχλάζουσα μεγαλούπολη, που δεν παύει να αυξάνει και να εξευρωπαΐζεται χωρίς μολοταύτα να προδίδει την κληρονομιά της και το αυτοκρατορικό της παρελθόν, η αστική ζωή της γερασμένης Ευρώπης θα ήταν δίχως άλλο πολύ θλιβερότερη.

Ο
Nedim Gürsel είναι Τούρκος ερευνητής και συγγραφέας που ζει κι εργάζεται στη Γαλλία

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Τροχαίο ατύχημα στη Νάουσα

Κι άλλο τροχαίο, ευτυχώς δίχως νεκρούς, είχαμε το πρωί της Πέμπτης στον δρόμο ΣΣ Νάουσας – Νάουσα ή αλλιώς "Κουλούκι", όπως το ονομάζουν όλοι οι Ναουσαίοι. Ο δρόμος τείνει να εξελιχθεί σε "καρμανιόλα" αφου τα τελευταία χρόνια τα τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν είναι δεκάδες, δυστυχώς με αρκετούς νεκρούς.
Τα αίτια των τροχαίων είναι συγκεκριμένα. Από την μία ο δρόμος είναι αρκετά ανοικτός (δυο λωρίδες όταν ανεβαίνεις προς Νάουσα και μια μεγάλη όταν κατεβαίνεις προς την διασταύρωση του Κοπανού), δίχως όμως διαχωριστική νησίδα. Αποτέλεσμα είναι οι περισσότεροι οδηγοί να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες, να προσπαθούν να προσπεράσουν κάποιον πιο "αργό" οδηγό και να έχουμε αυτά τα αποτελέσματα.
Δεν γνωρίζουμε αν είναι εφικτή η τοποθέτηση διαχωριστικής λωρίδας (στηθαίου) σ ένα επαρχιακό δρόμο, αλλά από την άλλη η νοοτροπία του έλληνα οδηγού είναι καταστροφική. Για ποιο λόγο να αναπτύξεις μεγάλη ταχύτητα λίγα χιλιόμετρα πριν την είσοδο μιας πόλης (αναφερόμαστε σε ταχύτητες αρκετά πάνω από 100 χλμ την ώρα). Οι αρμόδιοι πρέπει να εξετάσουν λύσεις όσον αφορά την μείωση των ατυχημάτων στον συγκριμένο δρόμο
Σύμφωνα με πληροφορίες ο ένας οδηγός ήταν 80 χρόνων και ο άλλος 83... χωρίς άλλα σχόλια

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Για το Σέλι... Επιστολές στο "Λαό"


Επιστολές στο "Λαό"

Κύριε Διευθυντά

Για άλλη μια φορά είδαμε στο Σέλι να διοργανώνεται μια εκδήλωση, για την Καθαρά Δευτέρα αυτή τη φορά, από μια ομάδα κατοίκων του χωριού, "οι ξεσιλόγιαστοι", που ούτε καν σύλλογος δεν είναι, αλλά που τίποτα δεν τους εμποδίζει ν' αγαπούν τον τόπο τους και να τον χαίρονται σε κάθε ευκαιρία.
Μπράβο λοιπόν και γι' αυτήν την εκδήλωση, αλλά εύλογα απορούν πολλοί κάτοικοι αυτού του χωριού, που ταυτόχρονα φέρει και τον τίτλο του εθνικού χιονοδρομικού κέντρου, αν υπάρχουν κάποιοι πολιτιστικοί ή τουριστικοί σύλλογοι, που θα μπορούσαν να κάνουν κάποια πράγματα παραπάνω, όπως και τα τοπικά συμβούλια, ή απλώς υπάρχουν για να φέρουν τους τίτλους, να κάνουν κάποιους χορούς, να μαζεύουν χρήματα - για ποιους σκοπούς άραγε -, όταν οι εκδηλώσεις από την πλευρά τους είναι τόσο λίγες και περιορίζονται κυρίως στο 15Αύγουστο.
Κάποιοι όταν έχουν εκλογές δηλώνουν κουρασμένοι από την προσφορά τους σ' αυτόν τον τόπο, αλλά παρ' όλα αυτά, συγκεντρώνουν ψηφοφόρους φοβούμενοι μην χάσουν την εξουσία.
Για ποιο λόγο άραγε; Μήπως γιατί προστατεύουν την παράδοση που οι ίδιοι δημιούργησαν;
Μήπως είναι καιρός να μπουν μπροστά κάποιοι νέοι άνθρωποι, με ιδέες και όνειρα γι' αυτό το χωριό, με τις τόσες δυνατότητες και να το πάνε ένα βήμα μπροστά, έτσι ώστε να δημιουργήσουν συνθήκες και προϋποθέσεις τέτοιες, που να θέλγουν και τους νέους του τόπου αυτού, να τους δώσουν κίνητρα να θέλουν να μένουν και να δημιουργούν δικά τους πράγματα, στο χώρο τους, και όχι να το απαρνιούνται, γιατί η οπισθοδρομικότητα κάποιων τους διώχνει και λειτουργεί αποτρεπτικά για κάθε τι νέο , κάθε τι δημιουργικό κάθε τι παραγωγικό.
Ίσως τώρα που το Σέλι ανήκει στο Δήμο Βέροιας, θα πρέπει και οι τοπικοί άρχοντες να συμβάλλουν στην αναβάθμισή του, την πολιτιστική και πολιτισμική, που θα φέρει κόσμο στο χωριό, σε πείσμα κάποιων, που πιστεύουν ότι το Σέλι τους ανήκει από... κληρονομία.

Με εκτίμηση
Γιώτα Βλαχοπούλου - Μητριτώνη

Καθαρά Δευτέρα στο Σέλι... στην πλατεία


Τις όμορφες στιγμές, όποτε και να τις περιγράψεις, πάλι όμορφες θα είναι.
Οι Απόκριες, η Καθαρά Δευτέρα είναι παρελθόν για φέτος, Σαρακοστή πλέον, Χαιρετισμοί και περιμένουμε τις Άγιες μέρες του Πάσχα.
Όμως για μας, τους ¨ξεσιλόγιαστους" δύσκολα να σβηστούν τόσο εύκολα από τη μνήμη μας.
Πρωί της Καθαράς Δευτέρας λοιπόν, με χιόνι πολύ στην πλατεία του χωριού, αλλά με μία ηλιόλουστη μέρα και οι ετοιμασίες άρχισαν.
Τα τραπέζια στήθηκαν, οι μουσικές ξεκίνησαν, το τσίπουρο, το κρασί στη θέση τους, αλλά και οι λαγάνες με τις ελιές, τα φασόλια, το χαλβά έτοιμα και αυτά.
Ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να παίρνει και αυτός τη θέση του, φίλοι από το Σέλι, το Ξηρολίβαδο, τη Βέροια και τις γύρω περιοχές.
Μα και άτομα από Αθήνα, από Αλεξανδρούπολη και άλλες περιοχές της χώρας. Συνδύασαν το σκι και την παράδοση της ημέρας.
Χοροί, χαμόγελα, ευχές, ευτυχισμένος κόσμος, χαρούμενος... βοηθούσε και σε αυτό κρασί.
Μεσημεράκι και οι γαρίδες άρχισαν να "πέφτουν" στα κάρβουνα και οι σουπιές με το σπανάκι, αλλά και οι μακαρονάδες μετά... δεν προλάβαινε ο "σεφ". Έμειναν όμως όλοι ευχαριστημένοι
Έτοιμοι για την επιστροφή αλλά και για τις μέρες που έρχονται.. και του χρόνου.
Επόμενη συνάντηση στο Σέλι... την Ανάσταση, κάτι καλό ετοιμάζουμε πάλι εμείς... οι "ξεσιλόγιστοι".

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Αποκριά στο Χιονοδρομικό Κέντρο και στην πλατεία του Σελίου

Με πλήθος επισκεπτών λειτούργησε το Χιονοδρομικό Κέντρο Σελίου την Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, αφού ο καιρός φρόντισε να κάνει το… χατίρι των φίλων της χιονοδρομίας, ρίχνοντας άφθονο χιόνι μετά το μεσημέρι της Κυριακής.
Πέρα από το πολύ καλό κλίμα που επικρατούσε στο Χιονοδρομικό Κέντρο, η μόνη "κακή" στιγμή ήταν το μποτιλιάρισμα τετρακοσίων και πλέον αυτοκινήτων, που δημιουργήθηκε από κάποια αυτοκίνητα αφού οι οδηγοί τους δεν φρόντισαν ούτε να έχουν χιονολάστιχα, αλλά ούτε αντιολισθητικές αλυσίδες!
Αλλά και στην πλατεία του χωριού, την Καθαρά Δευτέρα "στήθηκε" η φασολάδα και οι σαρακοστιανοί μεζέδες, και μαζί με το τσίπουρο και το κρασί, τιμήθηκε δεόντος η λήξη της Αποκριάς (φωτο).
Και του χρόνου!

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Μπλοκαρισμένοι δρόμοι.. στο Σέλι




Εικόνες από την πλατεία του χωριού και του δρόμου για τη Βέροια. Κυριακή μεσημέρι... λίγο μετα τις 3.
Μπροστά το εκχιονιστικό μηχάνημα, πίσω ενα λεωφορείο και ακολουθούν τα αυτοκίνητα. Καμμία όμως πρόβλεψη για τροχαία...

Αντιγραφή από το site του Χιονοδρομικού Κέντρου

...Μόνη αλλά εκκωφαντική παραφωνία και αγανάκτηση με τους ασυνείδητους οδηγούς που προκάλεσαν ένα ανυπόφορο μποτιλιάρισμα κατά το τέλος της ημέρας. Δίχως αλυσίδες ή χιονολάστιχα, ξαδέρφια του Σουμάχερ με κληρονομικό χάρισμα, ελληναράδες του ζαμανφουτισμού τύπου δεν βαριέσαι θα βγούμε… κατάφεραν να εγκλωβίσουν τετρακόσια (και βάλε...) αυτοκίνητα στην ακινησία του θυμού. Ευχαριστούμε όσους άντεξαν χωρίς να πάθουν εγκεφαλικό, κυρίως δε τους Ανδρέα - Σάκη Γραμματικόπουλο και Φώτη Τζιμόπουλο που άφησαν το πόστο της εργασίας τους για να δώσουν με τις "γουρούνες" απίστευτες λύσεις τροχονομίας ώστε να κυκλοφορήσουν επιτέλους τα οχήματα. Το ζητούμενο δεν είναι παρά στοιχειώδης ατομική ευσυνειδησία, τίποτε περισσότερο...

Αφήνουμε την "τύχη" του δρόμου σε ιδιώτες...

χωρίς παραπάνω σχόλια

Επικίνδυνα σπίτια.. στη Βέροια



Ένα από τα αρκετά ετοιμόρροπα σπίτια της Βέροιας, που μη αντέχοντας το βάρος των τόσων χρόνων, αρχίζουν και γέρνουν σιγά σιγά. Με κίνδυνο όμως των περαστικών και όσων έχουν την "τύχη" να παρκάρουν από κάτω τους τα καινούργια τους αυτοκίνητα.
Οι λόγοι που τα σπίτια παραμένουν σε αυτή την κατάσταση είναι πολλοί. Η αδιαφορία, τα κληρονομικά είναι από τα πιο βασικά.
Κάτι πρέπει να γίνει όμως... τώρα.
Το συγκεκριμένο ακίνητο είναι ή καλυτερα ήταν, στην οδό Δημοσθένους.

Κόνιαρος... από τον Γιάννη Ντιζέλια

Το τραγούδι «Παίρνει νου Μάρτης δώδικα κι Απρίλης, δικαπέντι κι τα κουπάδια κίνησαν» ήταν το σύνθημα για εκκίνηση των κοπαδιών από τα χειμαδιά στα ωραία χωριά του Βερμίου, Ξηρολίβαδο-Σέλι και στις απιθάνως ωραίες αλπικές τοποθεσίες, Αγκάθι-Όμορφο Σιδεράκι-Ωραίο Καρά Τσιαϊρ, Σαλαμνί, Κορέα, Τεκές, Κουζλούκι και αλλού.
Τα τσελιγκάτα περνούσαν τον καιρό τους στους άγριους προπολεμικούς χειμώνες γύρω από το Ζερβοχώρι, τη Βραχιά (Καϊλί), την Σίνδο (Τεκελί), την Παλιουνέστιανη (Παλιόστανη), του Κούκο, την Τούζλα (Αλυκές) και αλλού.
Την άνοιξη, μετά τον Αη Γιώργη, πρώτα ανέβαιναν στα βουνά τα «συνεργεία» για να ετοιμάσουν τα καλύβια, τα μπατζιά και το νοικοκυριό των τσομπαναραίων και μετά από λίγες μέρες ακολουθούσε το φαλκάρι (τσελιγκάτο) με τα γυναικόπαιδα το βιό φορτωμένο στα μουλάρια και τ’ άλογα των κυρατζήδων και τα κοπάδια χωριστά-χωριστά, στέρφα-γαλάρια κλπ. Ο Αρχιτσέλιγκας πολλές φορές έφευγε αργότερα για να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες, χωραφιών, ενοικίων χειμαδιών «και λοιπά».
Το περιστατικό, πραγματικό, έγινε την δεκαετία του 1880-1900, πολύ πριν τον ερχομό των προσφύγων.
Ξεκινά το φαλκάρι του Καραβίδα (Μήτρη) με τις οικογένειες Καραφούσια- Καρανάσιου- Κουτσιόφτη- Καπράρα- Τσιαπάρα, Τουσιάκη (Τόσκα) και άλλων. Η ακολουθούμενη πορεία του ήτο από τον Κούκο και τα πέριξ αυτού όμορφα χειμαδοχώρια, τον ανήφορο με κατεύθυνση το Χάντοβο (Πολύμυλος Κοζάνης και από κει στην ακρολίμνη (τώρα κάμπος προσοδοφόρος και σταθμός ΔΕΗ Αγίου Δημητρίου), τον ανήφορο από την τωρινή Ακρινή, το τωρινό Παρχάρ και διασκορπισμός στην Σαλαμνί, στην Πλαλήστρα, Στουρνάρι και αλλού.
Ο κάμπος μετά το Χάντοβο κατοικούνταν τότε από του Κόνιαρους (Χριστιανοί που απ’ την φτώχεια άλλαξαν πίστη και ασπάστηκαν το Ισλάμ) που δεν ήταν αρεστοί ούτε στους Χριστιανούς ούτε και οι Τούρκοι τους είχαν εμπιστοσύνη. Το κύριο επάγγελμά τους ήταν η ζητιανιά και η κλεψιά. Είχαν σκαρώσει ένα ωραίο κόλπο κάθε άνοιξη. Σκάβανε μικρούς λάκους αραιά-αραιά, τους σκέπαζαν με τσαλιά και κρύβονταν στις πλαγιές. Περνώντας τα κοπάδια, πού και πού έπεφτε και κανένα πρόβατο στο λάκκο μια και τα κοπάδια αριθμούσαν τα 2 εώς 3 χιλιάδες ζωντανά σε σύνολο. Μετά το πέρασμα των κοπαδιών, κατέβαιναν οι κόνιαροι, έπαιρναν τα εγκλωβισμένα ζωντανά και έτσι εξοικονομούσαν το ωραίο φρέσκο κρέας, ειδικά αν έπεφτε κανένα ζυγούρι. Πού να φανταστούν οι κεχαγιάδες πού οφείλεται η απώλεια, όταν φτάνοντας στα βουνά έκαναν καταμέτρηση.
Εκείνη τη χρονιά, ο μπαμπάς του τσαγκάρη του Σελιού του Λαλά Τούσια Τουσιάκη ή Τόσκα, ο Νασιούλης, ένας άντρας που δεν ήξερε τι θα πει φόβος και η ηράκλεια δύναμή του ήταν γνωστή σ’ όλο το τσελιγκάτο, οδηγούσε το κοπάδι με τα γαλάρια, μαζί με το γιο του και δύο άλλα ανίψια του. Περήφανος όντας είχε στολίσει το γκισέμι του με ωραία χαϊμαλιά και κουδούνια με ξεχωριστό ήχο. Το σούρουπο, το τελευταίο κοπάδι του τσελιγκάτου, τα γαλάρια, ανηφόριζε αφήνοντάς τον κάμπο του Ντορταλί (Τετράλοφος), αλλά και τον Λαλά Νασιούλη άναυδο, γιατί δεν άκουγε το γκισεμί του. Λέει στα παιδιά «τραβάτε σεις τον ανήφορο και θα’ ρθω σε λίγο». Κατηφορίζει προς τον κάμπο και αφουγκράζεται πέριξ. Κάπου ακούει τον ήχο του γκισεμιού, τρέχει και βρίσκει μια τρύπα. Χώνεται μέσα στην τρύπα, αγκαλιάζει το ζωντανό για να το ηρεμήσει και περιμένει. Ξαφνικά ακούει κάτι να ρουπουτάει (θόρυβος) από πάνω και να, μες την νύχτα προβάλει από πάνω μία σκιά με φόντο το φεγγάρι, η οποία σκύβει. Αμέσως ο Λάλα Νασιούλης αρπάζει από τα μαλλιά τον κόνιαρο και με την λεπτή κάμα που είχε πάντα στη μέση του, κόβει το κεφάλι, όπως απλά κάποιος θα έκοβε ένα καρότο στην μέση.
Βγάζει το γκισέμι από το λάκκο, το φορτώνεται και λαγός, φτάνει το κοπάδι λίγο πιο κάτω από το Παρχάρ.
Από κείνη την άνοιξη και στην συνέχεια, οι απώλειες στα κοπάδια μηδενίστηκαν.


Γιάννης Ντισέλιας


Αποκριές - Καρναβάλια... από τον Γιάννη Ντισέλια

Πλησιάζουν οι Αποκριές (ίσον μακριά από κρέας) και τα Καρναβάλια (πάλι κομμένο το κρέας στα Λατινικά πιστεύω) και αναπολώ τα ωραία γλέντια στη Βέργια, τα παλιά για μένα χρόνια, όταν, παιδί του Β΄ Δημοτικού (Νυν Δημαρχείου) και του εξατάξιου Γυμνασίου (Νυν Δημαρχείου) γλεντούσα με την παρέα μου.
Μικροί όντας και ελαφρώς άφραγκοι οι περισσότεροι, αυτοσχεδιάζαμε στο να φτιάχνουμε προσωπίδες (μάσκες) και καπέλα. Όταν είχαμε κανέναν παρά, αγοράζαμε μάσκες με αστεία φάτσα και καπέλα (φέσια – περικεφαλαίες και άλλα).
Τα γλέντια άρχιζαν με τα μπουλούκια ντυμένα καρναβαλίστικα να ανεβοκατεβαίνουν από το Ρολόι στην Εληά, με συνοδούς τους γκαϊντατζήδες, ή τους ζουρνάδες, ή τα χάλκινα, ή και τίποτα. Τα κομφετί και οι σερπαντίνες έδιναν και έπαιρναν. Τα φλερτάκια ήταν στο φόρτε τους. Τα κέντρα γεμάτα γλεντζέδες, η Εληά, τα Ηλύσια, το Πασιά Κιοσκί, η Χαβάη, η Αρζεντίνα και ποιος ξεχνάει το Αλτ, τον Πράσινο Κήπο, τον Παράδεισο και άλλα.
Θυμάμαι, αν και λίγο μικρός, το μπουλούκι του Βλάχικου Γάμου με τους Πιτούλια Παν., Κουτσιόφτη Γιάννη, Χασιώτη Γιώργο, τον Γκάλαβο, τον Τσιακτάνη, τον Νίκο, τον Αποστόλη, τον Γκόγκο και άλλους. Ποιος θα ξεχάσει το μπουλούκι του Τάκη του Καραλάγκου, του Τσιαπάρα του Βαγγέλη και άλλων Βεροιέων, όταν καμιά τριανταριά νέοι ντυμένοι καρναβάλια καβάλα σε αντίστοιχο αριθμό γαϊδουριών, ανεβοκατέβαιναν την Μητροπόλεως με τις συνέπειες που έχει το αντάμωμα αρσενικών και θηλυκών τέτοιων τετραπόδων και μάλιστα τέλος Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου.
Πριν κάμποσα χρόνια, ένα αποκριάτικο Κυριακάτικο πρωινό, έπινα τον φραπέ μου, ως Ευρωπαίος από τότε, στου Θωμά, στη γωνία Εληάς και Ανοίξεως. Η παρέα μου ήταν η συνηθισμένη με “μασίφ” Βεροιείς και τα προς συζήτηση θέματα αποκλειστικά για τη Βέργια μας.
Προς το μεσημέρι αποχωριστήκαμε και γω πήγαινα προς του κυρ-Μέλτη του Πράπα, να αγοράσω μαρκάτι (άραγε υπάρχει ακόμα;) κατόπιν συζυγικής εντολής. Πλησιάζοντας άκουσα ζουρνάδες να παίζουν πιο πάνω. Αγοράζω τα κεσεδάκια και προχωρώ προς τα πάνω, στρίβω λίγο δεξιά εκεί που ήταν τα δυο τεράστια Πλατάνια, ενώ τώρα είναι περίπτερο και βλέπω προς τα πέρα του αδελφούς Δροσινού, τον Λευτέρη και τον Μήτσο, να χορεύουν με τα κατσούλια στο κεφάλι. Πήγα απέναντι εκεί που ήταν το σπίτι του Ζαρούκα και ο τσαγκάρης Παπαθανάσης, ακούμπησα στον τοίχο και χάζευα το υπέροχο θέαμα.
Ο νταουλντζής με το δεξί χέρι και το χοντρό ξύλο βαρούσε το νταούλι δυνατά, σαν να ήθελε να δείξει ότι αυτοί είναι εκείνη την ώρα οι άρχοντες στην περιοχή και με το αριστερό κομπανιάριζε με ακρίβεια για να μη ξεφύγει ο ρυθμός. Ο ένας ζουρναντζής κρατούσε τον ίσο κοιτώντας πάντα κατάματα τον πρώτο ζουρναντζή, για να μη του φύγει η όμορφη χροιά που έδινε στον ζουρνά η κάθε αλλαγή του πρώτου. Ο πρώτος ζουρναντζής πότε σήκωνε τον ζουρνά προς τα πάνω καμαρώνοντας σαν πετεινός που λαλεί περήφανος γιατί είναι ο ένας και πότε έσκυβε στη γη για να υποκλιθεί στους θεατές του. Τα τραγούδια τους, η πατινάδα, κατέβα Λέγκου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια, μουσταμπέικο και άλλα γλύκαιναν την ατμόσφαιρα.
Οι δύο αδελφοί Δροσινού, ο Λευτέρης και ο Μήτσος, όρθιοι χόρευαν αντικριστά, σαν δύο Γίγαντες, πότε σηκώνοντας τα χέρια και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό, σαν να’ θελαν να φχαριστήσουν τον Θεό που τους έχει γερούς, πότε τα χέρια σε έκταση μοιάζοντας σαν δύο πελώριοι Σταυροί λες και περίμεναν κάποιον να τον αγκαλιάσουν, πότε κτυπώντας τα πόδια τους δυνατά λες και θέλουν να στείλουν μήνυμα στον Άδη, ότι είναι άτρωτοι και πότε σκυμμένοι κτυπούσαν τα χέρια στη γη για να στείλουν τα δέοντα σ’ αυτούς που φύγαν νωρίς.
Ξαφνικά μου πιάνει τον αριστερό αγκώνα κάποιος. Τρομαγμένος μια και ήμουν απορροφημένος από το χορό, γυρίζω προς τα αριστερά και βλέπω τον κυρ-Στέλιο τον Σβαρνόπουλο, άλλον Βεροιώτη Γίγαντα της πένας. Χαιρετηθήκαμε και μαζί κοιτάζαμε την παρέα των Ημίθεων γλεντζέδων ν’ ανηφορίζει από την πολυκατοικία του Κόντζαλη προς τον Ιστορικό Πλάτανο. Πήραμε τον κατήφορο της Κεντρικής συζητώντας, αλλά κάπου πιο κάτω χωρίσαμε, ο κυρ-Στέλιος στην Κεντρική και γω προς την Μπουμπόλη.
Ήμουν εκείνη την ημέρα ο πιο τυχερός-άτυχος Βεροιώτης. Είδα για τελευταία φορά τους υπέροχους Βεροιείς, Αδελφούς Δροσινού να χορεύουν, αλλά και τον κύριο Στέλιο Σβαρνόπουλο για τελευταία φορά.



Γιάννης Ντισέλιας

Ενθυμήμτα... από τον Γιάννη Ντισέλια

Στη δεκαετία του 90 και στα δύσκολα χρόνια που περνούσε η Γιουγκοσλαβία, πήγαινα τακτικά για δουλειές στη χώρα αυτή πιο συγκεκριμένα στις πόλεις Σκόπια, Τίτο Βέλες, Γευγελή και αλλού. Μια μέρα συναντήθηκα με έναν Βλάχο από τα Μπιτώλια (περί τα 70 και σε ηλικία) και κουβέντα στην κουβέντα τον ρώτησα, πόσο Έλληνας νοιώθει. Η ξερή αλλά για μένα ιερή απάντησή του με αποστόμωσε. “Αν σεις εκεί κάτω ελεύθεροι όντες είστε μια φορά, μεις εδώ είμεθα από δύο και πάνω”.
Αυτό τα σαν ορόσημο λόγια θυμήθηκα, όταν επισκέφθηκα και την αγαπημένη μου πόλη τη Βέροια, μία από τις λίγες επισκέψεις μου σ’ αυτή, μια και ζω «ξενιτεμένος» για πάνω από σαράντα χρόνια. Η πιο σίγουρη επίσκεψη στη Βέροια είναι η μέρα των εκλογών, μια και απορρίψαμε πολλοί Βεροιώτες την ιδέα της μεταφοράς στον τόπο διαμονής μας των εκλογικών υποχρεώσεων, άσχετα αν δεν γνωρίζουμε τους τοπικούς νέους υποψήφιους, άσχετα αν δεν έχουμε ούτε ένα κεραμίδι δικό μας, άσχετα αν η πόλη που αφήσαμε μ’ αυτή που βλέπουμε τώρα διαφέρουν κατά πολύ.
Σκέφτηκα λοιπόν μήπως και γω είμαι δυο φορές Βεροιώτης, ίσως και παραπάνω; Το πόσο αγαπάμε τον βλογημένο αυτό τόπο το καταλαβαίνουν πιο πολύ οι λίγοι συμπατριώτες μας που συναντάμε στα μέρη που ζούμε, από τον τρόπο και τη διάθεση να τους εξυπηρετούμε να τους βοηθούμε και να τους διευκολύνουμε.
Άφησα το αυτοκίνητο στα Πευκάκια της Εληάς, κάπου αριστερά από το σπίτι του κ. Κριαρά, απέναντι από πολυκατοικίες. Χαζεύοντας, θυμήθηκα (αν θυμάμαι καλά) το γωνιακό σπίτι του δάσκαλου Οικονόμου, του βαμβακέμπορου κ. Τσιτιρίδη Σ., των Αδελφών Μπόζου και το παλαιό κέντρο Εληά με τις τζαμαρίες γύρω-γύρω, τα τόλ των στρατιωτικών, τον ωραίο κήπο, με την Μούσκουρη να τραγουδά και όλοι εμείς μικροί να κρυφοβλέπουμε και ν’ ακούμε τι θα πει ο Στέας.
Τότε το ξενοδοχείο Εληά στέγαζε την Μεραρχία του Ελλ. Στρατού. Μια χρονιά μικρός όντας περί τα έντεκα και δώδεκα ο ξάδερφός μου, ντυμένοι λιγουτσιάρηδες (ρουγκατζιάριδες) με κάμποσα κουδούνια στη μέση, στο στήθος και στη πλάτη και τον ντουρβά στον ώμο για τα σχετικά υποδεχούμενα (ξυλοκέρατα- σύκα- καρύδια κανένα μανταρίνι κλπ) κινήσαμε παραμονή των Φώτων για τα «Λιγουτσιάρης έρχητι, Γίναρης ζημιρώνει – Φραγκίτσα δώ – Φραγκίτσα κεί – Φραγκίτσα πάει στη βρύση κλπ». Κατά τις 10 το πρωί, φτάσαμε απέναντι από τη Μεραρχίας, στο σπίτι του ιατρού κ.Αντωνιάδου (γερό φιλοδώρημα). Μας άκουσε ένας αξιωματικός, ήρθε μας πήρε και μας πήγε στο πίσω μέρος του κτιρίου της Μεραρχίας, στο ισόγειο, όπου ήταν οι τηλεφωνητές με τα μανιατό και με μεγάλη κίνηση τηλεφωνημάτων. Μας δίνει εντολή και αρχίζουμε τα κάλαντα. Έγινε χαμός από τον θόρυβο. Αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε παράδες σε κέρματα, χωρίς τρύπα όμως, υπέρ αρκετούς.
Επιστρέφοντας στο πάρκιγκ του αυτοκινήτου σκέφτηκα να πάω να δω την Πέτρα (στροφή για Σαραντόβρυσες), ανταυτής βλέπω μια καλόγουστη ταβέρνα (πουθενά η ταβέρνα του κυρ Θανάση με τον Πλάτανο και τους μπαχτσεβαντζήδες να πίνουν τα ρακιά.
Στρίβω δεξιά να δω τον Άγιο Διονύση, αλλά μπερδεύτηκα λίγο. Το τεράστιο κονάκι του Στρούμτσα έγινε πολυκατοικία ο Άγιος μόλις φαίνεται, πιο πέρα, ευτυχώς, αναγνώρισα το σπίτι του απόστρατου τότε αξιωματικού κ.Τριγκώνη και απέναντι ένα ανακαινισμένο του κ. Πάνου. Προς τα δεξιά ο Αγ. Νικόλαος και διαβάζω «οδός Κοντογεωργάκη». Προχωρώ, αλλά κάτι με μπέρδεψε πάλι. Ρωτάω ένα παλικαράκι, “ποίο είναι το μέρος αυτό;” και απαντά “Πεζόδρομος”! Να πω ότι χάρηκα ή εξεπλάγην; Ξεφυσώντας, ψάχνω για το φούρνο και την ανηφόρα που έβγαζε στο σπίτι του Σκοινιώτη και πίσω από το Γυμνάσιο, αλλά κάτι διαφορετικό και δω! Προχωρώ να δω το Χάνι – Μπακάλικο του κυρ Μενέλαου του Παπαδήμα αλλά τίποτα. Ανηφορίζω την Κοντογεωργάκη προς τον «Χριστό» αλλά ούτε και κεί βρήκα το σπίτι του δάσκαλου Αγγελίδη. Κάνω τον σταυρό μου στον «Χριστό» και βλέπω βγαίνοντας στην Μητροπόλεως απέναντι δεξιά Τράπεζα και αριστερά ταξί και πίτσες. Ευτυχώς το Σταρ είναι στη θέση του και τα γλυκά του Κούσιου (τι πουτίγκες δεν έχουμε φάει εκεί).
Μπαίνω στον ιστορικό δρόμο (βλέπω τώρα – οδός Ιπποκράτους) όπου κινούνταν όλο το χρήμα της πόλης μας. Αριστερά ήταν ο φούρνος του κ. Πασβάντη, ο κυρ Πέτρος με τα σαμάρια, απέναντι τ’ αδέρφια Δημητρακάκη με καροποιείο, δίπλα οι Αφοί Μπαρμπαργύρη οι μαραγκοί και σιμά γωνιακά ο κυρ Λάκης ο Παπαϊωάννου με το μπακάλικό του. Απέναντι και πίσω από το σαμαράδικο δέσποζε το ξενοδοχείο “Όλυμπος” και στο ισόγειό του το ζυθεστιατόριο του κυρ Μανώλη του Ρέππα, όπου ακούγαμε τον γιατρό τον Κουτσιαντά, με την βροντερή φωνή του να κριτικάρει και να πολιτικολογεί με ένα ποτήρι καλό ρακί στο χέρι ενώ ο μπάρμπα Μανώλης πανύψηλος σαν Ολύμπιος να σιγοντάρει. Τώρα τίποτα σ’ αυτή τη θέση, ούτε έστω πολυκατοικία. Δεν προχώρησα πιο πάνω να δω τους μπαξεβάνηδες, Αφούς Καραντουμάνη, Σκούφια, το φούρνο του κ. Κυριατζάκη, τον φούρνο των Αφών Σερεμέτα, τα υπέροχα λουκούμια του δήμαρχου κυρ Αντώνη Κεμιντζέ.
Θυμήθηκα τον γυναικολόγο τον κ. Σόλωνα Αντωνιάδη καθισμένο σ’ ένα σαμάρι στην αυλή του σαμαράδικού του μπάρμπα Πέτρου Ζαμάνη να συζητά πότε σοβαρά, πότε αστεία μ’ όλους τους γύρω γείτονες μαγαζάτορες και τεχνίτες την ώρα της παύσης ή κοινής ησυχίας, που δεν είχε κίνηση. Ήταν δε αυτή η ώρα από τις τρεις μέχρι τις πέντε, σχεδόν καθημερινά.
Τα φορτηγά του Χατζή και του Κουτσιαντά φόρτωναν πίσω από το κρεοπωλείο του Κούσιου (ευτυχώς υπάρχει) τους τσιαπανήτες (προφανώς από το σιαπάν – πέρα από το ποτάμι) με τα ψώνια που έκαναν, για το νοικοκυριό τους στην Κόκουβα, στην Βόσουβα, στην Μπόστιαν, στο Ντράτσικο και αλλού.
Στρίβοντας δεξιά απ’ τον κυρ Λάκη τον Παπαϊωάννου το μπακάλικο, να η βρύση, υπάρχει ακόμη, αλλά δίπλα, το Χάνι και Πεταλουργείο των Αφών Καλιγά όχι, ούτε απέναντί του το Χάνι του μπάρμπα Στέργιου του Πλυχρονιάδη. Πόσα και πόσα μασλάτια ακούγονταν στη βρύση, όταν όλοι οι μαγαζάτορες με το μαστραπά στο χέρι, πήγαιναν να ξεδιψάσουν και να εκτονωθούν μετά, στα απόκρυφα μέρη, πίσω από τα ζωντανά μέσα στα Χάνια.
Προχωρώντας στην “Ιπποκράτους” απέναντι από το κρεοπωλείο ήταν οι Αφοί Μαζαράκη με τα υπέροχα τυροκομικά και δίπλα η ταβέρνα του κ. Ραντίδη, όπου μετά τον κάματο, ξαπόσταιναν όλοι οι πέριξ για ένα και στο πόδι (ρακί). Λιγομιλώντας ο ταβερνιάρης, πανύψηλος, όρθιος σαν να είναι έτοιμος για καυγά, σέρβιρε στις παρέες τα σχετικά μεζεκλίκια. Εμείς, μικρά παιδιά, γυροφέρναμε για να ακούσουμε κανένα μαντάτο, κανένα αστείο ή καμιά δεκάρα ή εικοσάρα, όταν κάποιον τον τελείωναν τα “χύμα” τσιγάρα και μας στέλνανε στο περίπτερο, δίπλα από το καφενείο τον κ. Σιάχα να τους εξυπηρετήσουμε.
Τι υπέροχοι άνθρωποι, τι ωραία μασλάτια, τι καλόγουστα Χνέρια. Θυμάμαι μερικούς από αυτούς. Ο δήμαρχος κ. Α. Κεμιντζές, ο κ. Γεωργουδάκης του ΟΤΕ, ο διευθυντής του Α΄Δημοτικού Σχολείου κ. Παρούσης, ομοίως ο κ. Αγγελίδης, ο απόστρατος κ. Τριγκώνης (πάντα πάνω στο γαϊδουράκι και στο “πόδι” το ρακί). Ο μποέμ της εποχής, αρτοποιός Πολυχρόνης, πάντα σικ ντυμένος “και στο πόδι” και αυτός, η δε πολυστολισμένη σα νύφη φοράδα του, πίσω του ακίνητη περιμένει το σύνθημα για να φύγουν.
Ιστορίες πάσης φύσεως από τον ράφτη κ.Παπαγιαννούλη, τον τυπογράφο κ. Νίκο Γιοβαννόπουλο, κάποια παρατήρηση για τους πολλούς μεζέδες, από τον κ. Θωμά τον Βλαχογιάννη.
Ένα ωραίο χνέρι που μου διηγήθηκε κάποτε ο κ. Γεωργουδάκης το μεταφέρω, με όση “σάλτσα” είχε βάλει ο ίδιος.
Ο Βλαχομαχαλάς του Αη Γιώργη δεν είχε βρύση δημόσιας χρήσης, όπως αλλού, κι ο κόσμος έπαιρνε νερό από μακριά, από άλλες βρύσες. Έτσι, λοιπόν, μια επιτροπή πήγε στον Δήμαρχο και του’ πε το παράπονο και αίτημα ταυτόχρονα. Ο κυρ Δήμαρχος άκουσε το αίτημα και τους υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Φεύγει η επιτροπή, φωνάζει ο Δήμαρχος τον υπεύθυνο των νερών, τον ρωτά αν είναι δυνατή η κατασκευή και παίρνει καταφατική απάντηση. Φωνάζει την επιτροπή και λέει ότι η βρύση θα γίνει κάτω από το σπίτι του κ. Ψιψίκα, με κουπάνα, για να ποτίζονται και τα ζωντανά, αλλά θα πρέπει να κάνουν ένα υπερύψωμα, για τα εγκαίνια και να βγάλει λόγο. Γι’ αυτό να μαζέψουν όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Φεύγει η επιτροπή, πάει στο μαχαλά του Αη Γιώργη, του Αη Νικόλα, του Αη Σπυρίδωνα, στη Μπουμπόλη και λέει τα ευχάριστα. Όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία τη μέρα των εγκαινίων.
Λίγες μέρες νωρίτερα, βγαίνουν οι δύο κήρυκες της Δημαρχίας (ντελάληδες) με τη σφυρίχτρα στο στόμα, στο καφενείο των Αφών Μπαζάκα στον Αγι Αντώνη, στο εστιατόριο του κ. Τσιαλέρα, στα καφενεία στα δύο Πλατάνια, και πιο πάνω στον ένα Πλάτανο (ευτυχώς κάτι σώζεται από τον ιστορικό αυτό πλάτανο) και αλλού και ανακοινώνουν το νέο.
Πράγματι, φτάνει η μέρα και η ώρα, κόσμος παραπάνω από αυτούς που περίμενε ο Δήμαρχος, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ανοίγει η βρύση, πίνουν νερό.
Ανεβαίνει ο κυρ Δήμαρχος στο υπερυψωμένο μέρος για να μιλήσει, βγάζει το χαρτί και αρχίζει να λέει, να λέει… Πίσω του ακριβώς, δύο Βλάχες με τα χέρια κάτω από τις κεντημένες ποδιές και τ’ άσπρα χρυσοκέντητα τσεμπέρια στο κεφάλι, τον άκουγαν με προσοχή και κάποια στιγμή λέει η μία στην άλλη: «Κάρι ιάστι έστου τσε ζπουράστι αχ(ού)ντου μούλτου;» (Ποιος είναι αυτός που μιλάει τόσο πολύ ή τόση ώρα;) και απαντά η άλλη: «νου σπίου, κάρι ιάστι, μα στίι τσε μούλτου μπιά;» (Δεν ξέρω ποιος είναι, μα ξέρεις τι πότης είναι;). Ο κυρ Δήμαρχος, γνώστης της βλάχικης τ’ ακούει, κοκκινίζει (ήταν ροδοκόκκινος εκ του φυσικού του), τελειώνει άρον-άρον, χειροκροτείται και χωρίς να καταλάβει κανείς το λόγο φεύγει. Το απόβραδο, στου Ραντίδη, η καζούρα πήγε σύννεφο. Φανταστείτε το δούλεμα των άσπονδων φίλων.
Περπατώντας τον ίδιο δρόμο, θυμήθηκα δεξιά απέναντι απ’ του Ραντίδη, το μπακάλικο του Καρακωστή, πιο κάτω το μαγαζί του κυρ Θωμά του Βλαχογιάννη με το γλυκάνισο στα τσουβάλια, να μοσχοβολά τον τόπο, και αριστερά γωνία του κ. Μπουσμαλή, τώρα ρουχάδικο, τότε το ζαχαροπλαστείο του κ. Μπουσμαλή με τα υπέροχα σερμπετιαστά.
Απέναντι ήταν το Ραφείο κ. Στέργιου Παπαδημητρίου (Γούσιας) αριστερά και δεξιά τα σιδηρικά του Σεραφείμ. Άλλη μία ιστορική γειτονιά αυτή, η λεγόμενη του Γεωργαλή. Σ’ αυτήν τη γειτονιά με το φαρμακείο επί της κεντρικής, το εμπορικό με λάδια των Αφών Στρούμτσα πίσω και το τσαγκάρικο του κ. Χάρη, οι μπογιές του κ. Βαφείδη, τα σπόρια του κυρ Τάσου, οι Αφοί Λιούσα με το τενεκετζίδικο, η ταβέρνα του Λύκνα και πιο κάτω η Λαϊκή Αγορά (τώρα Δημοτική) με το Συντριβάνι στη μέση, τις ψαροταβέρνες αριστερά, όπου η προσφυγιά στα Ελληνικά ή στα Τούρκικα έλεγε και έκλαιγε τραγουδώντας τα δεινά της τρομερής καταστροφής της Μ. Ασίας. Πιο κάτω το “Αλτ”, χάι κέντρο και ο σινεμάς Πάνθεον του κ. Πυλορώφ.
Είχα ακούσει μία ιστορία (χουνέρι), που έπαιξε η κομπανία των μαγαζάτορων της γειτονιάς του Γιωργαλή. Και εκεί, μετά τις τρεις ως τις πέντε, το τάβλι έδινε και έπαιρνε στα πεζοδρόμια μεταξύ του Γούσια και του Χάρη, του Βαφείδη και του κυρ Τάσου, του Λιούσα και των άλλων. Την ώρα του τάβλι (δύο παίζαν – είκοσι βλέπαν) περνά ένας γύφτος με το κάρο, τον σταματάει ο πιο χουνερτζής (όνομα δε λέω) και τον λέει ότι τον ψάχνει ο φαρμακοποιός. “Τι με θέλει ρε;” ρωτάει ο γύφτος. “Να μαζέψεις χελώνες για να κάνει φάρμακο και να γιάννει τον κόσμο” του απαντά “και θα πληρωθείς καλά” συμπληρώνει. Υπ’ όψιν ότι ο φαρμακοποιός ήταν παρών , αλλά δεν μιλούσε. Φεύγει ο γύφτος και πέφτει το πολύ γέλιο. Ήταν οι μέρες δε των Αποκριών.
Την Τσικνοπέμπτη το βράδυ είχε χορό στο “Αλτ” όπου οι λεφτάδες της πόλης ξέδιδαν λίγο πιο ευρωπαϊκά, ενώ οι υπόλοιποι τα έδιναν όλα, στου Λύχνα με ζουρνάδες, στο Ηλύσια με Χάλκινα και αλλού.
Σουρούπωμα της Τσικνοπέμπτης λοιπόν, νάσου ο γύφτος με το κάρο του και κάτι τσουβάλια επάνω. Κατεβαίνει, φωνάζει τον χουνερτζί μας τσαγκάρη να έλθει στο κάρο. Πηγαίνει αυτός και τον ρωτάει τι θέλει. Του λέει ο γύφτος ότι έφερε τις χελώνες και να φωνάξει τον φαρμακοποιό για να τις αγοράσει. Κιτρίνισε ο δικός μας, πρασίνισε, έξυσε το κεφάλι του και φεύγει προς το φαρμακείο. Μετά από λίγο έρχεται με τον φαρμακοποιό, ο οποίος πλησιάζει το κάρο, ανοίγει ένα τσουβάλι, πιάνει μια χελώνα στο χέρι, την γυρνάει από δω, την στρίβει από κει, βάζει τα «κοντά» γυαλιά του, αναποδογυρίζει την χελώνα, την μυρίζει και λέει του γύφτου ότι δεν είναι η ράτσα που θέλει. Τότε ο κάτοχος των συμπαθητικών και άβλαβων ζωντανών, τσαντισμένος αρπάζει ένα ένα τα σουβάλια και τα αδειάζει στον τζιντέ (δρόμο). Οι φουκαράδες οι χελώνες, μετά από ένα λιγόλεπτο σοκ, βγάζουν τα κεφάλια και σιγά σιγά ντουγρού προς το “Αλτ”. Μέσα ο χορός έδινε και έπαιρνε. Βρίσκουν την εξώπορτα μισάνοιχτη και βουρ μέσα στο χορό. Το τι έγινε δεν περιγράφεται!

Γιάννης Ντισέλιας

Υδρόμετρα στο Σέλι.. από τον Γιάννη Ντισέλια

Κάποιος φίλος μου είπε κάποτε ότι διάβασε κάπου ένα ωραίο, το οποίο ακούγοντάς το συγκράτησα γιατί μ’ άρεσε, το φιλοσόφησα, το άπλωσα και το σύγκρινα με κάτι άλλο να δω ομοιότητες ή διαφορές. Το αποτέλεσμα φαίνεται παρακάτω.
Το ωραίο που άκουσα λέει περίπου τα εξής: Η γυναίκα είναι ανήσυχη μέχρι τη μέρα που θα παντρευτεί, ενώ ο άντρας από τη μέρα που θα παντρευτεί και μετά.
Τις άλλες μου ήρθαν μαζεμένα να πληρώσω τηλέφωνο, φως και να πάω στο Δήμο για το νερό. Τα κράτησα αδιάφορος μέχρι τη λήξη της πληρωμής που ορίζουν τα χαρτιά αυτά, για να ανησυχούν οι υπηρεσίες αν πληρώσω ή όχι. Τα πλήρωσα την τελευταία μέρα και άρχισα να ανησυχώ εγώ (καθένας με τη σειρά του).Έριξα μια ματιά να δω τι πλήρωσα.
Ο ΟΤΕ σου λέει ότι μιλήσεις ή όχι θέλω το μίνιμουμ αυτά τα λεφτά. Καλώς μέχρι εδώ. Η αλλαγή όμως του πενταψήφιου κύριε ΟΤΕ σε ΔΕΚΑΨΗΦΙΟ, πόσους από μας δεν μας οδήγησαν σε λάθος επιλογή; Αυτό το λάθος, αν χρεώνεται (μη μου πείτε ότι δεν κάνατε έστω και ένα λάθος) γιατί να χρεώνεται και αν πάλι χρεώνεται, πόσα λάθη θα μπουν στο ταμείο; (θα μπορείτε κάποτε, αν είναι δυνατό, να μας πείτε;) Θα καλυτερέψει η κατάσταση ιδίως στα αναλογικά του Σελίου ή όχι;
H ΔΕΗ (βλέποντας το χαρτί, ετοιμάζεσαι για ψιλοεγκεφαλικό) προσφέρει τις υπηρεσίες της έχοντας μέσα και τρίτους. Ας πούμε ότι η ΔΕΗ είναι σε καλή κατάσταση, αμ εκείνους τους τρίτους τι τους θέλει; Γράφει ότι για δημοτικά τέλη θα δώσεις τόσα χρήματα. (Αναφέρομαι πάντα για το “μικρό” Διαμέρισμα του Σελίου). Για τι πράγμα να δώσω τόσα λεφτά; Για τα σκουπίδια που δεν μαζεύτηκαν τις μέρες της Πρωτοχρονιάς ενώ ήρθε το όχημα; Μη μου πει ο κύριος υπεύθυνος (δεν αναφέρομαι στους αιρετούς, αυτοί ας βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους) ότι είχε χιόνια, γιατί το να σκύψει ο υπάλληλος με τα γάντια που φοράει και να βγάλει από τον ακίνητο κάδο ό,τι έχει μέσα δεν είναι δύσκολο και τότε μόνο θα δικαιολογήσω τα δημοτικά τέλη, γι’ αυτό το σκοπό. Μην πει κανείς τίποτα, γιατί μπροστά μου αιρετός του Δήμου έπαιρνε τηλέφωνο στην υπηρεσία, αλλά γιοκ. Μη θυμόσαστε το χωριό μόνο μία βδομάδα πριν τον Δεκαπενταύγουστο.
Μήπως στα δημοτικά τέλη είναι και ο φραμπαλάς της κεντρικής οδού του χωριού; Παραμονές της γιορτής της Μεγαλόχαρης (Δεκαπενταύγουστο) ήρθαν και μας “βάλαν” χιλιάδες λαμπιόνια. Τα κρέμασαν όπως μπόρεσαν, ελάτε να τα δείτε, κατά τη γνώμη μου χωρίς μελέτη και ασφάλεια, το πιο απλό που μπορώ να πω και τα δοκίμασαν το βράδυ του πανηγυριού μας, με αποτέλεσμα ο φωτισμός τους να σκοτεινιάσει το χωριό γιατί προφανώς δεν άντεξε η ΔΕΗ το φορτίο. Άντε τρέχα να δεις τι συμβαίνει, τα μαγαζιά να αγανακτούν και τα λοιπά ελληνικά. Πέρασε καιρός και να, ένα από αυτά με καμιά 200 λαμπάκια κρέμονταν επικίνδυνα με ό,τι συνέπειες θα είχε σε ανθρώπινη ζωή. Το μάζεψαν, το πήραν. Περίμενα τα Χριστούγεννα ότι θα τα ανάψουν. Αμ δεν. Ρωτώ λοιπόν τον κύριο “δημοτικά τέλη”, αυτά τα χρήματα για τις χιλιάδες λαμπάκια που μπήκαν να μας φωτίζουν αλλά μας συσκότισαν, εγώ τα πληρώνω; Για όνομα του Θεού.
Μετά γράφει το χαρτί, ότι πρέπει να πληρώσω την ΕΡΤ. Δηλαδή την ΕΤ1, τη ΝΕΤ και την ΕΤ3. Και δω ο κύριος ΕΤ με αδικεί. Κανονικά πρέπει να πληρώσω μεν, αλλά το έν τρίτο, γιατί μόνο ΕΤ1 βλέπουμε και πολύ καλά έως τέλεια δύο ξένα κανάλια όμορφης χώρας. Άρα τα δύο τρίτα πρέπει να τα δώσω σ’ αυτά, άσχετα αν δεν καταλαβαίνω τι λένε.
Εκεί που παθαίνει κανείς είναι τα χρήματα για το νερό. Φωνάζει το καλοκαίρι το “μεγάφωνο” να πληρώσουμε το νερό, γιατί άμα θα περάσει ο καιρός θα’ χουμε πρόστιμο. “Χ…κα”. Συγνώμη αλλά μήπως μιλάμε γι’ άλλον πλανήτη; Γιατί στον πλανήτη Γη, στο Δήμο Βέροιας και στο Διαμέρισμα Σελίου, πιο ακριβό είναι το νερό παρά το κεμπάπ από Ζυγούρι. Άκουσα δε (δεν ξέρω αν αληθεύει) ότι οι ειδήμονες σκέπτονται να βάλουν ρολόι στο νερό (υδρόμετρο) του Σελίου. Μα τι πράματα είναι αυτά. Πού θα μπει το “ρολόι” και τι συνέπειες θα έχει, όταν η θερμοκρασία μέρα μεσημέρι και σε απάγκιο μέρος και με ήλιο τις Γιορτές ήταν μείον 10 βαθμοί; Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που εύχομαι να μη συμβεί.
Έστω ότι βάλαμε υδρόμετρα (ρολόγια νερού). Στο δικό μου σπίτι το μόνο προσιτό μέρος που μπορεί να δεχτεί τέτοιο εργαλείο είναι δίπλα στη λεκάνη που ανακουφιζόμαστε και δίπλα στην βάνα νερού. Φανταστείτε να είμαι στο “μέρος”, να χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας, να σηκώνομαι άρον – άρον να πάω να ανοίξω, να ξεχάσω το “καζανάκι”, να μπει ο υδρομετρητής της υπηρεσίας, να σκύψει το κεφάλι να δει και να γράψει την ένδειξη της κατανάλωσης, να τον πάρουν οι μυρωδιές, να λιποθυμήσει, να πέσει πάνω στο ρολόι να σπάσει το ρολόι, να πλημμυρίσει ο τόπος. Εγώ να βρίσκομαι σε τρίλημα (όχι δίλημα), γιατί ή θα πρέπει Η απορία μου είναι, ποιος θα πληρώσει το σπασμένο ρολόι και τι θα πληρώσω για το νερό στην Υπηρεσία;



Γιάννης Ντισέλιας

Ο ευγνώμων... από τον Γιάννη Ντισέλια


Κατά το έτος 1930, το Σέλι είχε αλλάξει όψη με την ανοικοδόμηση που ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν. Ο αριθμός των κατοίκων θερινής διαβίωσης (Αη Γιώργης – Αη Δημήτρης) ήταν μεγάλος, μιας και τα τσελιγκάτα είχαν χιλιάδες πρόβατα, τα τυροκομεία και τα μπατζιά δεκάδες τυροκόμους τεχνίτες και βοηθούς, τα Πριόνια ξυλείας δούλευαν ακατάπαυστα και οι κυρατζήδες με τα εκατοντάδες ζώα (μουλάρια κυρίως) φόρτωναν και ξεφόρτωναν την ξυλεία. Το θερινό σχολείο, πάνω από την οικία Μ. Χασιώτη, ήταν στο φόρτε του. Επακόλουθο αυτών ήταν να υπάρχουν κάμποσα μπακάλικα – καφενεία – σαμαράδικα και τσαγκαράδικα. Ένα από τα τσαγκάρικα ήταν του Γιαννάκη του Μπέκη. Είχε σαν μαστόρους και δύο καλφάδες (μαθητάδες). Η δουλειά ξεκινούσε με το χάραμα (πού ρολόι) και τελείωνε με τη δύση (πού ΔΕΗ τα χρόνια κείνα).
Ένα βροχερό Μαγιάτικο σούρουπο, μπαίνει στο τσαγκάρικο κάποιος άγνωστος σ’ αυτούς και χαιρετάει. “Γειας παιδιά”, “Γεια σου πατριώτη” του λέει ο μάστορας. “Τι σε φέρνει στο χωριό μας τέτοια ώρα;” “Είμαι από την Κατράνιτσα”, λέει ο ξένος, “θέλω να κατέβω στη Νάουσα να πάρω το τραίνο και να πάω στη Σαλονίκη, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη, αλλά με τη βροχή και το σκοτάδι θα χαθώ και θέλω να ξαποστάσω κάπου”. “Πού να σε βάλουμε βλοημένεμ;”, του λέει ο μάστορας, “εμείς σε λίγο κλείνουμε”. “Να αρέ μάστορα κλείσε με μέσα και αύριο το πρωί που θα ανοίξεις φεύγω”. Τι να κάνει λοιπόν ο κυρ Γιαννάκης δέχτηκε, μια και δεν ήτανε σωστό και δεν ήθελε να αφήσει στη βροχή και τον ψόφο τον διαβάτη μας. Έτσι, τον έκλεισε μέσα στο μαγαζί, κατεβάζει τα κεπέγκια, κλειδώνει και φεύγουν για τα σπίτια τους όλοι, αφού καληνύχτισαν τον επισκέπτη.
Ο επισκέπτης μας λοιπόν, ξαπλώνει κάπου στο μικρό μαγαζί και κλείνει τα μάτια του για να κοιμηθεί. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξυπνάει με σφάχτες στην κοιλιακή χώρα, μπορεί από το κρύο νερό που είχε πιει στις μεγάλες βρύσες, όταν έφτασε στο χωριό, μπορεί από το μουσκίδι, λόγω της βροχής, πάντως ήθελε να εκτονωθεί, να ξαλαφρώσει, αλλά που; Ανάβει το τσιακμάκι του με το μεγάλο φυτίλι και ψάχνει γύρω-γύρω αλλά τίποτα. Ξαφνικά βλέπει να γυαλίζει κάτι στο βάθος. Ήταν μια λαδόκολλα. Χαμογελάει, την αρπάζει, την στρώνει και αχ αγαλλίαση, ξαλάφρωσε. Τυλίγει την λαδόκολλα με το περιεχόμενο καλά-καλά, την βάζει στο πλάι κοντά στην πόρτα με τα κιοπέγκια και κοιμάται.
Χαράματα τον ξυπνάει ο τσαγκάρης, σηκώνεται βάζει τα παπούτσια του, απλώνει το χέρι και λέει τον κυρ-Γιαννάκη “Σευχαριστώ πολύ και δε θα σε ξεχάσω ποτέ.” “Έλα μωρέ, τι έκανα και με φχαριστάς για να με θυμάσαι πάντα;” τον απαντά ο μάστορας. Φεύγει ο ξένος, έρχονται οι καλφάδες και αρχίζει το τακ τακ με τις πρόκες στάρβυλα. Σε λίγο κτυπά ο ήλιος φουλαριστός, το μαγαζί και το περιεχόμενο της λαδόκολλας ζεσταίνεται και εκπέμπει “ευωδίες”. Κοιτάει ο κυρ-Γιαννάκης τα παπούτσια του μήπως ερχόμενος από το σπίτι του στην Παναγία κοντά στο μαγαζί, πάτησε καμιά νάρκη, αλλά τίποτα, ήταν πεντακάθαρα. Λέει και στους καλφάδες να δουν τα δικά τους, αλλά τα ίδια όμως. Ψάχνουν από δω, ψάχνουν από κει, ο ήλιος είχε βράσει την λαδόκολλα, η μυρωδιά τους οδηγεί εκεί, την ανακαλύπτουν και αλί και τρισαλί, ποιος είδε τον μπάρμπα Γιαννάκη και δεν τον φοβήθηκε. “Τον παλιοκερατά, τον χαμένο, τον φιλοξένησα και αυτός μας έχ…ε. Γι’ αυτό έλεγε ότι θα με θυμάται για πάντα. Αχ τον άτιμο”, έλεγε και ξαναέλεγε ο μάστορας, ενώ οι καλφάδες κρυφογελούσαν κάτω από τη μύτη τους, για να μη τους καταλάβει το αφεντικό.

Γιάννης Ντισέλιας

Ευχάριστα μοιρολόγια... από το Γιάννη Ντισέλια

Πριν από αρκετές δεκαετίες, σ’ ένα όμορφο και ήσυχο χωριό, στον κάμπο κάτω από την Νιάουστα, του οποίου οι κάτοικοι ήταν ντόπιοι, ομιλούντες το γνωστό τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, χειμάδιαζε ένας Βλαχοτσέλιγκας ,κανά χιλιόμετρο πιο έξω. Είχε τις καλύβες του σ’ ένα ύψωμα, για να μπορεί να έχει οπτική εικόνα των βοσκολίβαδων και των ζωντανών του. Είχε όμως ο ίδιος ένα χούι, που ήταν πολύ διαδεδομένο τα χρόνια εκείνα. Του άρεσε η οποιαδήποτε κλεψιά. Ηδονίζονταν να κλέβει, έστω κι αν δεν τα χρειαζότανε.
Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, φιλήσυχοι και καλοί νοικοκυραίοι, ασχολούνταν με τη γεωργία και τα κατοικίδια (γελάδια – γουρουνάκια – κότες – πάπιες – κατσικάκια).
Μία μέρα, φεύγοντας ο τσέλιγκας από το καφενείο του χωριού, με τη σκαλιστή γκλίτσα στο χέρι, την κεντημένη και όμορφη κάπα στον ώμο, το κατσιούλι στα ψαρά μαλλιά, παρατηρεί στην αυλή ενός σπιτιού μία γουρούνα, πάνω από εκατό οκάδες. (Υπόψη ότι τα σπίτια τότε είχαν πολύ μεγάλες αυλές και ήταν αραιά το ένα από το άλλο κτισμένα).
Εποχιακά βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Πάει λοιπόν ο κεχαγιάς μας στα καλύβια του και καλεί τα ικανά για τέτοια χουσμέτια παλικαράκια, για να καταστρώσουν το σχέδιο αρπαγής της ωραίας και παχιάς γουρούνας. Μετά από πολλές συζητήσεις και γνώμες, βρήκε το σχέδιο και το βράδυ (κρύο – χιόνι – πάγος), η επίλεκτη ομάδα, μέχρι να πεις κύμινο, έφερε τη λεγάμενη σφαγμένη.
Το πρωί, ο κάτοχος και σύμφωνα με το νόμο, σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε να ταΐσει τα ζωντανά του, αλλά δε βλέπει πουθενά τη γουρούνα. Αφού “έφαγε” όλον τον τόπο στο ψάξιμο και όλο το χωριό, με προτροπή και των συγχωριανών του, πάει στο Σταθμό Χωροφυλακής και καταγγέλλει το γεγονός. Μετά από πολλές ερωτήσεις, συσκέψεις και ανακρίσεις διάφορων ατόμων του χωριού, ο Σταθμάρχης αποφάσισε να πάει και στα Κονάκια. Παίρνει το απόσπασμα και ξεκινά, μπας και βρει τον ένοχο.
Ο τσέλιγκας αγνάντευε από ψηλά κατά το χωριό, υποψιαζόμενος τα μελλούμενα. Μόλις είδε ότι κάτι ξεκινά από το χωριό, δίνει το σύνθημα και αρχίζει το δεύτερο σκέλος του σχεδίου. Στη μεγάλη καλύβα, σ΄ ένα κασόνι δύο επί μισό μέτρο, από σανίδες χοντρές, ξαπλώνουν τη γδαρμένη γουρούνα, τη σκεπάζουν με μία μπλάνα (ασήκωτη χοντρή σανίδα) και ρίχνουν από πάνω ένα κάτασπρο κεντημένο σεντόνι.
Βάζουν κι ένα γκαζοτενεκέ στην κορφή και ανάβουν μερικά μεγάλα κεριά. Κάθονται γύρω – γύρω κάμποσες γριές του συναφιού με ό,τι πιο μαύρο φόρεμα και τσεμπέρια είχαν.
Μόλις έφτασε το απόσπασμα στα καλύβια, άρχισε η “χορωδία” τα μοιρολόγια στα βλάχικα. Ο τσέλιγκας καθισμένος σ’ ένα σκαμνί και πιο μακριά από την καλύβα της “χορωδίας”, με παρέα τους ηλικιωμένους του κονακιού, κάπνιζε το τσιμπούκι του και κοιτούσε τα τσαρούχια του.
Ούτε που σήκωσε το κεφάλι του, όταν ο Σταθμάρχης του είπε “Καλημέρα κεχαγιά”. “Γεια σου” του απαντά βαρετά. “Τι θέλεις τέτοια κακιά ώρα εδώ;”
Ακούγοντας ο Σταθμάρχης τα μοιρολόγια, του εξιστορεί το συμβάν και το ότι υποπτεύεται ότι κάποιος από το κονάκι έκανε την κλεψιά.
Ξαφνικά σηκώνεται όρθιος ο πανύψηλος τσέλιγκας, πετάει το τσιμπούκι κάτω, βρίζει στα ντόπια, γιατί τα ήξερε πολύ καλά και λέει στον Σταθμάρχη στα Ελληνικά: “Δεν αντρέπεσαι καπιτάνιε μ’να λες τέτοια, ιδώ ιμείς χάσαμι αύξαφνα ψες του βράδυ παλκάρι δικαουχτώ χρουνό κι θα σκιφτούμι να κάνουμι τέτοιου πράμα; Σι αλιπούμι κι αν δεν μι πιστεύς, να σέρθουν κι σένα τέτοια κακά σαν του δικό μας στην καλύβα. Άκου αρέ τα μοιριουλόγια απού κει” και δείχνει την μεγάλη καλύβα με τον “νεκρό”.
Τ’ άκουγε τα μοιρολόγια ο καημένος ο Σταθμάρχης, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα, γιατί ήταν στο βλάχικο ιδίωμα. Βγάζει το πηλίκιο, δίνει τα συλλυπητήρια στον κεχαγιά και δίνει εντολή στο απόσπασμα να επιστρέψουν στο χωριό.
Τι λέγανε, τώρα, τα μοιρολόγια σε μετάφραση στα Ελληνικά:
“Τι μας ήρθαν και αυτοί τέτοια ώρα
και δεν μπορούμε να βγάλουμε τη γουρούνα έξω.
Τι δεν παίρνουν δρόμο αυτοί
να κρεμάσουμε τη γουρούνα στο τσιγκέλι.
Μα αν πάρουν την κατηφόρα
θα βάλουμε τη λίγδα στην γκαζίνα (τενεκέ)
Τι κρέας θα φάμε
και τι τραγούδια θα πούμε.”

Γεωργαλή Μαχαλάς... από τον Γιάννη Ντισέλια

Αν και βλαχάκι, μεγάλωσα σε βεροιώτικη γειτονιά, πίσω από την τότε Λαϊκή Αγορά και τώρα Δημοτική. Θυμάμαι τις οικογένειες και τα παιδιά που παίζαμε, αλλά μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα σε ηλικία.
Ήταν: η οικογένεια Βαρακλή με τους Κώστα, Τάκη, Φώτη, Τάσο (νομίζω ότι ζει στον Καναδά), η οικογένεια Γκαγκάνη με τους Γιώργο, Τόλη, Νϊκο (στην Αυστραλία και οι τρεις) και Ντόνα (είναι εδώ), η οικογένεια Ακριβόπουλου με τους Στέφανο (στην Θεσσαλονίκη) και Φίλιππο (εδώ), η οικογένεια Ζάννου με τους Μιχάλη και Γιάννη, η οικογένεια Μπαρμπαρούση με τον Γιάννη, η οικογένεια Ζαμάνη με τον Γιάννη, ο Γυναικολόγος Γιώργος Τσιάνος ή Πράπας, ο Τάκης ο Νικολαϊδης που ζει στην Αυστρία, ο Δήμος ο Μαζαράκης (μας έφυγε νωρίς, γιατί ρε Δήμο;), τα αδέλφια Σιμόπουλοι (πάρα πολλοί) όπως και του Καρατζόγλου, ο Φώτης ο Πιστοφίδης (γιατρός στη Σαλονίκη), ο Χασιούρας ο λογιστής, ο Κάτζαρος (γιατρός στην Καρδίτσα) και άλλοι. Τι ωραία γειτονιά!
Στην αλάνα ή μαχαλά παίζαμε συνήθως μπάλα, πότε οι μεγάλοι, πότε οι μικροί. Γινότανε συναγωνισμός με το μαχαλά του Τζαμί, που ζούσαν ο Βασίλης Δέλιος (δικηγόρος), ο Θανάσης Μπιζέτας (δικηγόρος), τ’ αδέρφια του, οι Πεντεφουνταίοι, ο Μπουσουλέγκας ο Νίκος (τώρα Πατήρ Παντελεήμων) στη Μονή Διονυσίου στο Αγ. Όρος, ο Κουκουτέγος ο Στέργιος (Θεσσαλονίκη), οι άλλοι Μπιζέτα και άλλοι.
Όταν παίζαμε σκλέντσα ή τσιλίκ-τσιουμάκ ξεκινούσαμε από το μαχαλά, στο ξυλουργείο του Κίμωνα του Ζάννου και φτάναμε κάτω στου Παπά του Ραφαηλίδη, εκεί που είναι τώρα η Γέφυρα για Προμηθέα.
Τους Ιούνηδες, μετά το φαγητό το μεσημέρι, πού όρεξη για διάβασμα, αφού τελείωναν και οι σχολικές περίοδοι. Φεύγαμε όλοι μαζί για την μπάλτα των Αφών Ρήγα στο Λιανοβρόχι. Βουτιές, μακροβούτια, παιχνίδια. Άλλες φορές κατηφορίζαμε για τις Σαραντόβρυσες, όταν σουρούπωνε. Ανεβαίναμε στις κερασιές, όπου τρώγαμε τα κεράσια με τόση όρεξη, ώστε μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, άστα να πάνε.
Όταν άνοιγε ο θερινός Σταρ του Θωμά του Βλαχογιάννη, ακόμα το έχουν τα παιδιά του, Γιώργος και Ριχάρδος (άρε συμμαθητάρα), πηγαίναμε, μικροί όντες και συνήθως ανάργυροι, απέναντι στο Γυμνάσιο (νυν και αεί Διοικητήριο), σκαρφαλώναμε στον τοίχο για να δούμε τζαμπέ κανά έργο. Θυμάμαι, στο Ελληνικό έργο «Ματωμένα Χριστούγεννα», μικρός εγώ, είχα σκαρφαλώσει στη κορφή του τοίχου, που είχε και αγκαθωτό σύρμα. Έρχεται από μέσα από το Γυμνάσιο ο παιδονόμος ο Ξυλαπετσίδης (τον θυμάστε;) με μία μαγκούρα και από το φόβο μου να ξεφύγω το ξύλο πήδηξα προς το δρόμο. Σκάλωσα όμως το φρύδι στο αγκαθωτό σύρμα. Το κομμένο φρύδι μου θυμίζει τη λαχτάρα μου εκείνη, εδώ και δεκάδες χρόνια.
Όταν παίζαμε στο μαχαλά μπάλα, η θεία Σοφία (θεία Τσόφα) με τον κύρη της, μπάρμπα Γιώργο από το Κουμανίτς, πολλές φορές ενοχλούνταν και μας κυνηγούσαν, μιλώντας ποντιακά, από κείνους δε, έμαθα μερικά καφτά λόγια στην Ποντιακή. Κάθε Τρίτη γινόταν το παζάρι της Βέροιας, η Λαϊκή κατά τα σημερινά. Τη Δευτέρα το βράδυ έρχονταν οι μανάβηδες και έπιαναν το μέρος, βάζοντας τα είδη τους, λάχανα, πράσα, πατάτες και άλλα. Έρχονταν και τα φορτηγά με πορτοκάλια Μέρλιν ή Σαγκουίνια, μανταρίνια, μήλα και άλλα. Εμείς, μόλις τα αφεντικά έφευγαν για ύπνο, κάναμε το κουμάντο μας ξαφρίζοντας απ’ όλα τα είδη και από λίγα. Εγώ, ποτέ τα κουνέλια μου δεν τα τάιζα με υπόλοιπα, πάντα με φρέσκα.
Τις υπόλοιπες μέρες, ο μαχαλάς, τα πρωινά, ήταν πάρκιγκ για τα κάρα των μεταφορέων. Αν κανένας από αυτούς κουτσοέπινε στης ψαροταβέρνες της Δημοτικής Αγοράς, της παλιάς με το σιντριβάνι στη μέση, αργούσε δε να φύγει και επειδή μας ενοχλούσε το κάρο του, το έβρισκε ο άνθρωπος κάτω στη Μπουμπόλη (αρχή Γέφυρας).
Μια φορά, όταν κτίστηκε η Δημοτική (αυτή που γκρεμίστηκε και κάνατε την τωρινή) Αγορά, κάποιος είχε πολλά χρήματα τυλιγμένα σε μαντίλα και πήγε να ουρήσει στο κοινό χαλέ. Του ’πεσε το χρήμα και όλος ο μαχαλάς, όλη τη νύχτα έψαχνε πιο κάτω στη μπουντουβάγια (άνοιγμα υπονόμου) και έβγαζε χαρτονομίσματα.
Οι αδελφοί Νίκος και Μέλτης Γιοβαννόπουλοι είχαν το τυπογραφείο, οι αδελφές Παπδημητρίου καρίκωναν κάλτσες, όπως και οι αδελφές Γκιάτα (είναι στην Σαλονίκη τώρα), οι Αφοί Στρούμπα είχαν τα λάδια, αλλά για μας η απόλαυση ήταν ο Τάσος ο στραγαλάς (Παυλίδης).
Τα απογεύματα οι γειτόνισσες όλες, με τα σκαμνάκια τους, μαζεύονταν πότε στη μία και πότε στην άλλη πόρτα, κουτσομπολεύοντας ως επί το πλείστον τα πάντα.
Η θεία Λέγκα η Γκαβαϊσέ, η θεια Κατίνα η Βαρακλή, η θεια Ουρανία η Ζαμάνη, η Φωτεινή η Γώγου, η κυρά Κατίνα η Καρατζόγλου, η θεια Ολυμπιάδα του Παπαδημητρίου (Εικοσένα), η κυρά Μαρίνα η Ζάννου, η Γκασνάκη η Αθηνά, η Γκιάτα και άλλες Το γραφικό σοκάκι (πάρ. Γ.Γουδή τώρα) με το υπέροχο καλντερίμι, που έμεινε τελευταίο σ’ όλη τη Βέργια, ξαφνικά τσιμενταρίστηκε (μοντερνισμός). Ήταν δε πέρασμα για τα ζωντανά που κουβαλούσαν ή ξύλα για το χειμώνα σ’ όλη τη γειτονιά, ή τις φλοκάτες για το μπατάνι του Γιαννακούλη του Αδάμου.
Δυστυχώς, τώρα με τις ιδέες μερικών κουλτουριάριδων (εδώ και μερικά χρόνια) που χαρακτήρισαν την γειτονιά διατηρητέα (τι να διατηρήσεις, τα οικόπεδα;) όσα σπίτια ή δεν κάηκαν ή δεν πέσαν, έγιναν φιλόξενη στέγη ποντικών και άλλων. Τι σόι διατηρητέα θα γίνουν αυτά τα οικόπεδα, αφού για να τα ξανακάνεις όπως ήταν πρέπει να ξοδέψεις τα μαλλιοκέφαλά σου. Τι σόι διατηρητέα δίπλα σε πολυκατοικίες; Σαν να φοράς γραβάτα πάνω από τη φανέλα σου χωρίς πουκάμισο και για παντελόνι να φοράς βερμούδα! Ολούρμ;


Γιάννης Ντισέλιας

Ο Γιάννης Ντισέλιας γράφει...Εγγραφή στο σύλλογο των συνταξιούχων"

Άστα βρε Μιράνταμ, δεν ξέρς τι έπαθα ου έρμους. Με ακάλισαν στου γλέντι πούκανε ο σύλλογός μας. Τι ήθελε κι αυτή η βλοημένη η συμβίαμ; Την παράσυριν η κουμπάρατς. Πές τουν Γιάννη να γραφτεί στουν κινούργιου σύλλογο, πέστου θα πιρνάμι καλά, θα πηγαίνουμι εκδρομάς, θα φτιάχνουμι γλέντια. Ου Κώστας ( ου κουμπάρος μας ασιν Καστανέα απέσην Σιουμελάν μερία) είνι στα ιδρυτικά μέλη. Με λέει που λές η δικιάμ μια μέρα. Γιάνν πήριν ου κουμπάρους τελέφωνο να πάμι του βράδυ στου Νέμεση στου Πλανητάρι, δεν θυμούμαι πώς το είπιν, να φτιάξιτι τον σύλλογο των συνταξιούχων. Γιατί μαρή, της λέγω, για να μη προυλαβαίνουμι απτα μνημόσυνα κι τις …..μακράν απτη μας ; Άμα θες πάενε σύ γράψ εσύ κι γώ θα ιδώ. Ανατρίχιασα απτα μέσαμ!! Άλλη δουλειά δεν έχω θα τρέχω για χασουμέρι.
Πήγιν που λές Μιράντα μ η δικιάμ, μέγραψιν, έσκασιν κι τα εβρά εγγραφής, πήρε την απόδειξη κι ήρθιν τα μισάνυχτα καταχαρούμενη. Τι είσι μαρή σύ έτσι; Τς λέου. Φτιάχτικεις μι τα πουντιακά τα κουμπαριάς; Άσε—άσε, με λέει, σέγραψα στο σύλλογο κι περάσαμε υπέροχα. Έχεις χαιρετίσματα απόλους. Την μεθεπόμενη Τετάρτη θα φάμε και θα χορέψουμε. Ο Θανάσης, που ταϊζει το ΄Ιδρυμα που δούλευες, θα βάνει στου κέντρουτ αυτό και ορχήστρα (όλα τάχει η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε).
Παένουμι που λές κουρίτσιμ την Τιτάρτη κι με πιάνει ένα ψυχουπλάκουμα, μια ανατριχίλα. Καλέ πώς γίγκαν όλοι έτσι; Λες κι τους είχιν ου ΑηΠέτρους σε απουθήκη για διάλεγμα. Ου Νίκους, ου Πρόϊδουρους, κρέμασιν κάτι προυγούλια σα Δησπότης, αμά κι η γυναίκατ πώς την άφκιν ου Νίκους κι γίγκιν έτσι; Όταν την είχαμι μεις για τα Αγγλικά, στου Τμήμα μας, όλοι Διευθυντάδις- παπάδις – γραμματείς – φαρισαίοι – σπουδαστές, όλοι απτα χαράματα ικεί για να χορτάσουμι να βλέπουμι ουόμορφη γυναίκα. Να χαζεύουμι τα νιάτα της. Τι όρεξη είχιν ου Θεός όταν την έφτιαξιν; Πρέπει νάταν άνοιξη προς το καλοκαίρι. Κι τώρα άμα τη δείς, σα πλαστικός κουβάς γιομάτος ρουδάκινα. Έτσι ξεχύλισιν.
Αμ ου άλλους, ου παλιός ου Πρόϊδορος στο Ίδρυμα; Πώς μάζεψιν έτσι; Του θυμούμι όταν ήταν τρανός Πρόϊδορος κι έλυνιν κι έδινιν κι με τς Μεγάλοι Υπουργούς Προυθυπουργούς αγκαλιές φιλιά χάδια κι συρμπέτια ήταν. Τουν θυμούμι όταν ήρθιν μια φορά να μας μιλήσει μι ύφος Ντούτσε κι τλέου, καλά τάβγαλεις τα περίστροφας για να μας πυροβολίς, αμά ξέχασεις να τα γιουμώσεις, είνι άσφαιρα, δεν έχουν σκάγια. Γίγκιν παντζιάρι κι απουτότις δεν με χόνευεν. Τον είδα τώρα καθιστό κι λέω απτα μέσαμ ότι δίκιο είχα τότες, πάντα "κοντός" ήταν.
Ου άλλους ου τσιγκούναρους, που του φάνκαν πουλλά τα εβρά της εγγραφής για το Σύλλογο κι δεν γράφκιν τι του λές; Άρε χαμένε, ου ΑγιουΠέτρος θα σε βάνει μέσα με τς καλοί ανθρώποι στουν Παράδεισου τζιάμπα, γιαυτό άφησέ τα τα ριμάδια τα λιφτά κατά τη γή, να δουν χαϊρι.
Ήρθιν κι ου Κλιάνθης κι απόρησα. Μέχρι να φτάσει στου τραπέζι μας, να φιληθούμι, να αγκαλιαστούμι πέρασιν ώρα. Πώς δίπλωσιν έτσι!! Σαν βλάχικη γκλίτσα έγινι. Πού είνι η λιβιντιάτ; Πού είνι του παρουσιαστικό που είχε; Μι αρωτάει η διπλανιάμ, πόσο χρονών είνι κι τς λέου, μούγκι αυτός ζάει απτη σειρά τ, κι απόρσιν καμπόσου η φουκαριάρα.
Άρε γυναίκα πού μέφερες; Να λέω Κυριελέησον και ένθα ουκ έστι…(θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου).
Μπράβο στον Θανάση όμως. Τα φαγιάτ πουλύ καλά. Έβλεπα τον Βαγγέλη τον Μηχανικό, που κάθονταν απέναντίμ, τον μονάντερο, σα χαραμάδα είνι αδύνατος, τότρωγιν το φαϊ με πολύ όρεξη.
Το μεγάλο το γέλιο τόκανα όταν άρχισε η ορχήστρα να παίζει καλαματιανά. Η δικιάμ γρήγουρα με τις άλλες στο χορό (όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλου πρώτη). Σηκώθηκαν κι οι άντριδες να χορέψουν και αρχίνεψαν τα χαμόγελα. Με το ώπα- ώπα και τα γέλια λέω στη διπλανιάμ την Κυβέλη. Κοίτα μαρή συ τι άσπρα δόντια που έχουν. Σαν τις ξανθές της τηλεόρασης που πάνε στα μηχανουργεία και τις τρίβουν τα δόντια κι μετά τα βάφουν με άσπρη πλαστικιά μπογιά, για να φαίνοντι ουραίες. Με κοιτάει περίεργα η πατριώτισσάμ, γιατί ήξηριν μιας κι η μάνα της στη Βέργια ήταν οδοντογιατρός. Άρε, με λέει, μασέλες είνι δεν είνι ουρίτζιναλ!!!
Ου καμπινές ή WC(βού-Σού) ή χαλές (απτο γαλλικό chale = σαλέ = χαλέ) στη Νέμεση, ήταν πεντακάθαρος, ότι πρέπει να κοιμηθείς, τόσο παστρικός. Αλλά ήταν μονίμως γιομάτος μιάς και μετά από κάποια ώρα όλοι μας, ή θα κατουργιόμαστε ή θα νυστάζουμε!! Τέτοιο ήταν το γλέντι Μιράνταμ.
Ιγώ πιρίμινα νάσαι κι σύ κι η Τασούλα, αμά δεν καταδέχκατι νάρθιτι ή φουβόσασταν τις ηλικίες μας. Ιγώ για να δείξω ότι σας θυμούμι σας αφιέρωσα κι ένα τραγούδι που του τραγούδησα μαναχόςμ στου μικρόφωνο, με την ορχήστρα, ένα τραγούδι απτα παλιά τα καλά τα λαϊκά, όταν οι ανθρώποι ερωτεύονταν, αγαπιώντουσαν, όχι σαν τώρα που έχουν τον έρωτα για τίποτα, φτηνό και άνοστο σαν κρύα πίτσα.
Κατά τα άλλα περάσαμε καλά, χάρκαμι που ο ΑηΠέτρος δεν μας θέλει και μας προτρέπει να παένουμι κι εκδρομάς.
Όλοι φύγαμι φχαριστιμένοι, αμά κι νυσταγμένοι.
Δώσαμι αραντιβού για μιτά κανά μήνα, να του ξαναπαλέψουμι του θέμα της καλοπέρασης.

Εύχουμι να σας ιδώ κισας απτα κοντά.

Να σας έχει καλά ο Θεός
Γιάννης Ντισέλιας.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Βανκούβερ 2010: Οι Χειμερινοί αγώνες ξεκινούν


Μετά από τέσσερις μήνες περιπλανήσεων στη Νότια Αμερική, η Ολυμπιακή φλόγα των 21ων Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων 2010 στο Βανκούβερ του Καναδά έφτασε στα Αμερικανοκαναδικά σύνορα και σήμερα θα ανάψει στην τελετή έναρξης των Αγώνων.
Η διοργάνωση επιστρέφει μετά από 22 χρόνια στην Αμερική και τον Καναδά, καθώς εκείνη την ημέρα (18:00 τοπική ώρα) θα λάβει χώρα στο Βανκούβερ η τελετή έναρξης των Αγώνων. Από την επομένη οι αθλητές και οι αθλήτριες που θα λάβουν μέρος στη διοργάνωση θα προσπαθήσουν για το καλύτερο στο μεγαλύτερο αθλητικό "ραντεβού" των χειμερινών σπορ. (Ξημερώματα Σαββάτου στις 4 από την ΕΤ-1)
Εκτιμάται πως στο Βανκούβερ θα δώσουν το «παρών» περισσότερες από 80 χώρες με περίπου 5.500 αθλητές και προπονητές, ενώ στη διοργάνωση θα εκπροσωπηθεί και η Ελλάδα με τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες.
Οι 21οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες θα διεξαχθούν μεταξύ 12 και 28 Φεβρουαρίου στο Βανκούβερ του Καναδά. Είναι η τρίτη διοργάνωση που θα γίνει στη χώρα, αφού είχαν προηγηθεί οι Θερινοί Ολυμπιακοί στο Μόντρεαλ το 1976 και οι Χειμερινοί στο Κάλγκαρι το 1988. Φέτος αναμένεται να συμμετάσχουν πέραν των 80 χωρών. Τα βασικά αθλήματα των χιονοδρομιών θα λάβουν χώρα στο Ουίσλερ του Καναδά και θα είναι οι τρίτοι Ολυμπιακοί που διοργανώνει ο Καναδάς.
Εκτιμάται πως στο Βανκούβερ θα δώσουν το "παρών" περισσότερες από 80 χώρες με περίπου 5.500 αθλητές και προπονητές, ενώ στη διοργάνωση θα εκπροσωπηθεί και η Ελλάδα με τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες (Θανάσης Τσακίρης -σημαιοφόρος-, Βασίλης Δημητριάδης, Λευτέρης Φάφαλης, Στέφανος Αλέξης Τσιμικάλης, Μαρία Ντάνου, Παναγιώτα Τσακίρη και Σοφία Ράλλη). Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο 45χρονος Τσακίρης θα μετάσχει (για πέμπτη φορά στην καριέρα του) στους 21ους Χειμερινούς Ολυμπιακούς μαζί με την 20χρονη κόρη του, η οποία έκανε το 2006 το ντεμπούτο της στο κορυφαίο αθλητικό «ραντεβού» των χειμερινών σπορ.
Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος για τρομοκρατική επίθεση θεωρείται πολύ μικρός, ο προϋπολογισμός για τα μέτρα ασφαλείας έχει εκτιναχθεί στα 900 εκατ. καναδικά δολάρια (612 εκατ. ευρώ) ενώ για την κατασκευή και την ανακαίνιση των αθλητικών εγκαταστάσεων ξοδεύτηκαν 580 εκατ. καναδικά δολάρια (390 εκατ. ευρώ). Συνολικά ο προϋπολογισμός της οργανωτικής επιτροπής θα ανέλθει στα 1.700 εκατ. καναδικά δολάρια (1.150 εκατ. ευρώ) χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τα έξοδα για την ασφάλεια.
Η ελληνική σημαία κυματίζει από χθες στο Ολυμπιακό Χωριό του Βανκούβερ. Mία μέρα πριν από την έναρξη των 21ων Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, η πόλη του Καναδά υποδέχθηκε με κάθε επισημότητα την ελληνική αποστολή...
Την ελληνική αποστολή αποτελούν οι:
Aθλητές: Βασίλης Δημητριάδης (γιγαντ. τεχνική κατάβαση), Λευτέρης Φάφαλης (δρόμος αντοχής), Θανάσης Τσακίρης (δίαθλο), Μαρία Ντάνου (δρόμος αντοχής), Παναγιώτα Τσακίρη (δίαθλο), Σοφία Ράλλη (σλάλομ, γιγαντ. τεχν. κατάβαση), Στέφανος Αλέξιος Τσιμικάλης (αλπικό σκι).
Την Εθνική Ομάδα συνοδεύουν οι: Βασίλης Κατσώρας (αρχηγός αποστολής), Δημοσθένης Γυρούσης (συνοδός), Γεώργιος Σμυρναίος (συνοδός), Σπυριδούλα Στάμου (συνοδός), Τιμολέων Τσουρέκας (προπονητής), Αλεξάντερ Μίσκοβιτς (προπονητής), Χρόνης Δρούγιας (ιατρός), Μαρία Λιακοπούλου (υπάλληλος ΕΟΕ), Στράτος Καρέτος (τεχνικός σύμβουλος ΕΟΕ).


Τα αγωνίσματα των 21ων Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων θα διεξαχθούν στις εξής εγκαταστάσεις:
ΒΑΝΚΟΥΒΕΡ
-Canada Hockey Place: Χόκεϊ επί πάγου
-Vancouver Olympic Centre: Κέρλινγκ
-Pacific Coliseum: Καλλιτεχνικό πατινάζ, πατινάζ ταχύτητας σε μικρή πίστα
-UBC Thunderbird Arena (ή Doug Mitchell Thunderbird Sports Centre): Χόκεϊ επί πάγου
ΓΟΥΙΣΤΛΕΡ
-The Whistler Sliding Centre: Μπόμπσλεϊ, λουτζ, σκέλετον
-Whistler Creekside: Αλπικό σκι
-Whistler Olympic Park: Δίαθλο, σκι δρόμων αντοχής, βόρειο σύνθετο, άλμα με σκι
ΡΙΤΣΜΟΝΤ
-Richmond Olympic Oval: Πατινάζ ταχύτητας
ΔΥΤΙΚΟ ΒΑΝΚΟΥΒΕΡ
-Cypress Mountain: Ελεύθερο σκι, χιονοσανίδα



καλή επιτυχία στην Ελληνική αποστολή... και μόνο η συμμετοχή αξίζει πολλά.

Τίτλοι τέλους... για Λυριτζή, Οικονόμου και Τσαπανίδου

"Κάθε τέλος είναι και μια καινούργια αρχή", είπαν οι δυο παρουσιαστές της πρωινής γραμμής. Από 22 Φεβρουαρίου και αυτοί θα είναι στον Σκαι, την ίδια ώρα...πριν από την Πόπη Τσαπανίδου που ξεκινά την Τρίτη. Πάντως ήταν φανερά στενοχωρημένοι, καθώς πέρασαν και αυτοί πολλές στιγμές στην πρωινή ζώνη της ΝΕΤ.

"Αυτό ήταν το σπίτι μας τα τελευταία χρόνια", είπε στο κλείσιμο της εκπομπής της. Συγκινημένη η Πόπη Τσαπανίδου, έκανε σήμερα την τελευταία της εκπομπή. Με δάκρυα στα μάτια και λυγισμένη την φωνή της, όταν οι συνεργάτες στο στούντιο της είπαν... Πόπη να είσαι καλά, έδωσε ραντεβού από Δευτέρα στον Σκάι. Μια επιτυχημένη εκπομπή τελείωσε στη ΝΕΤ.

καλή αρχή στο ΣΚΑΙ...

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Η Μαριλία Μωραιτάκη από τη Βέροια... στο Greek Idol


Η Μαριλία Μωραιτάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980, από τότε που θυμάται τα παιδικά της χρόνια τραγουδούσε. Το 1997 ξεκίνησε επαγγελματικά σε διάφορα μουσικά σχήματα και έχει συνεργαστεί με Γιώργο Αλκαίο, Τριαντάφυλλο, Νίκο Νομικό, Γιώργο Μαρίνη, Βασίλη Τερλέγκα και πολλούς άλλους.
Εδώ και λίγα χρόνια κατοικεί στη Βέροια.
Με τη συμμετοχή της στο Greek Idol, προσπαθεί να δείξει ότι αξίζει πολλά περισσότερα

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Ημέρα Αγίου Βαλεντίνου... στο Άβατον, στη Βέροια


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

...τα φώτα σβήνουν, ροδοπέταλα και κεράκια σκορπισμένα παντού, μουσική για ερωτευμένους

θα είναι η πιο ρομαντική, ξεχωριστή και μοναδική βραδιά του ΑΒΑΤΟΝ wine restaurant και η ΔΙΚΙΑ ΣΑΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΒΡΑΔΙΑ με τον/ην ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΣΑΣ!!!

ένα τριαντάφυλλο περιμένει την κάθε κυρία και 2 ποτήρια σαμπάνιας "έκπληξη"... (τι να ετοιμάζει πάλι o πανούργoς chef) θα υποδεχτούν τα ερωτευμένα ζευγάρια.

Καθαρά Δευτέρα.. στο Σέλι




Χιονισμένο το Σέλι, οι δρόμοι, οι πλατείες, το χιονοδρομικό κέντρο σε πλήρη λειτουργία.

Αλλά και Απόκριες, καρναβάλια, διασκέδαση.

Οι μάσκες όμως πέφτουν την Καθαρά Δευτέρα, που αν και χιονισμένα, εμείς, οι "ξεσηλόγιαστοι" θα την γιορτάσουμε στην πλατεία του χωριού.

Με μουσικές, με κρασιά, με λαγάνες, με όλα τα νηστίσιμα, αλλά και με γαρίδες στα κάρβουνα.

Στο Σέλι λοιπόν, την Καθαρά Δευτέρα στη πλατεία.

Θα πετάξουμε και αετό.

...

Ξεσηλόγιαστοι Σελίου

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Υπουργική απόφαση που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα


Η υπουργική απόφαση σύμφωνα με την οποία από την μείωση του 10% εξαιρούνται και οι βουλευτές και οι υπάλληλοι τους...
τι να πει κανείς...

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Opera en el Mercado... Βαλέντσια

Στην κεντρική αγορά της Βαλέντσια, τραγουδιστές της όπερας της πόλης είναι μεταμφιεσμένοι σε πωλητές. Ξαφνικά από τα μεγάφωνα αρχίζει να ακούγεται μουσική από την Τραβιέτα του Βέρντι και....

...εικόνες όμορφες, δυστυχώς όμως, μακριά από την Ελλάδα

Χαμόγελα για την κλήρωση του Euro2012

Στον 6ο προκριματικό όμιλο του Euro 2012 θα αγωνιστεί η εθνική ομάδα της Ελλάδας, μετά την κλήρωση που διενεργήθηκε στην Βαρσοβία. Αντίπαλοι του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος θα είναι οι ομάδες των Κροατίας, Ισραήλ, Λετονίας, Γεωργίας και Μάλτας.
Η προκριματική φάση θα διεξαχθεί στις ακόλουθες ημερομηνίες: 3/4 και 7 Σεπτεμβρίου 2010, 8/9 και 12 Οκτωβρίου 2010, 25/26 και 29 Μαρτίου 2011, 3/4 και 7 Ιουνίου 2011, 2/3 και 6 Σεπτεμβρίου 2011, 7/8 και 11 Οκτωβρίου 2011. Οι ημερομηνίες διεξαγωγής των αγώνων μπαράζ ορίστηκαν στις 11/12 και 15 Νοεμβρίου 2011.

Η συγκρότηση των 9 ομίλων της προκριματικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2012 έχει ως ακολούθως:
1ος ΟΜΙΛΟΣ: Γερμανία, Τουρκία, Αυστρία, Βέλγιο, Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν
2ος ΟΜΙΛΟΣ: Ρωσία, Σλοβακία, Ιρλανδία, Π.Γ.Δ.Μ., Αρμενία, Ανδόρα
3ος ΟΜΙΛΟΣ: Ιταλία, Σερβία, Β. Ιρλανδία, Σλοβενία, Εσθονία, Νήσοι Φαρόε
4ος ΟΜΙΛΟΣ: Γαλλία, Ρουμανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Λευκορωσία, Αλβανία, Λουξεμβούργο
5ος ΟΜΙΛΟΣ: Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Μολδαβία, Σαν Μαρίνο
6ος ΟΜΙΛΟΣ: Κροατία, ΕΛΛΑΔΑ, Ισραήλ, Λετονία, Γεωργία, Μάλτα
7ος ΟΜΙΛΟΣ: Αγγλία, Ελβετία, Βουλγαρία, Ουαλία, Μαυροβούνιο
8ος ΟΜΙΛΟΣ: Πορτογαλία, Δανία, Νορβηγία, Κύπρος, Ισλανδία
9ος ΟΜΙΛΟΣ: Ισπανία, Τσεχία, Σκοτία, Λιθουανία, Λιχτενστάιν