Η Κωνσταντινούπολη είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010, κάτι που μπορεί να μοιάζει παραδοξολογία για την πρωτεύουσα των Οθωμανών σουλτάνων, αλλά και για την πόλη του Πιερ Λοτί (Pierre Loti), του κατ' εξοχήν βάρδου της Κωνσταντινούπολης, που στις φαντασιώσεις τους την έβλεπε σαν μια πόλη-εκπρόσωπο της Ανατολής. Εξάλλου η Κωνσταντινούπολη ως πύλη προς την Ανατολή («υψηλή πύλη» την ονόμαζαν τότε), οδήγησε σε τόσες ονειροπολήσεις τους Ευρωπαίους του τέλους του 19ου αιώνα, που σήμερα μας είναι αδύνατο να την αποσυνδέσουμε από τη μυθοπλασία εκείνης της εποχής.
Κι όμως, ευρισκόμενη ιππαστί σε δύο ηπείρους, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, αυτή η μεγαλούπολη των δεκαπέντε σχεδόν εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν παύει να επεκτείνεται και να αναπτύσσεται, διεκδικεί επάξια τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Πώς να αναφερθώ με λίγες μόνο λέξεις στην πολυαγαπημένη μου πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που με ακολουθεί παντού; Την πόλη που την είπαν ακόμα Λύγο, Βυζάντιο, Νέα Ρώμη, Πύλη της Ευδαιμονίας, Οικία του Χαλιφάτου, Υψηλή Πύλη, «τη χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους» -όπως την αποκάλεσε ο Τεβφίκ Φικρέτ (Tevfik Fikret), ο οργισμένος Τούρκος ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα- την κατ' εξοχήν «Πόλη»;
Περιέργως συχνά ανακάλυψα την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι, ξύπνιος από ένα όνειρο, κάτω από το φως ενός λαμπτήρα που φώτιζε τα λευκά μου χαρτιά ή κάπου αλλού, στα αδιάκοπα ταξίδια μου στον κόσμο. Όχι, η Κωνσταντινούπολη δε με στοίχειωνε σαν επίμονη ανάμνηση, δε με καταλάμβανε σαν τύψη, αλλά ερχόταν σαν πραγματική πόλη στην οποία είχα «ρημάξει τη ζωή μου», όπως ωραία λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Έλληνας Αλεξανδρινός ποιητής που η οικογένειά του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη: «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θα 'βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί». Και η πόλη με ακολούθησε.
Και τώρα που έχω εκ νέου τη δυνατότητα να επιστρέψω μετά από τόσα χρόνια εξορίας, να βραχώ από τις τρεις θάλασσές της και τους παφλασμούς του Kεράτιου, να χαϊδέψω τους πύργους, τους θόλους, τους μιναρέδες της, να τρίψω το πρόσωπό μου στα τείχη της, στους μαυρισμένους της τοίχους, να φιλήσω τις δύο ακτές του Βοσπόρου που μοιάζουν με μισάνοικτα χείλη, να σκαρφαλώσω στους λόφους και τα κάστρα της, να αναπαυτώ -επιτέλους!- στη σκιά των πλατάνων της μετά από τόσες ερωτικές διασκεδάσεις, τώρα που μπορώ να την αποκτήσω ξανά, μετά από μια τόσο μακρά απουσία, τι άλλο να πω παρά να εξομολογηθώ τον ακόρεστο πόθο μου για αυτή την «χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους»;
Περιέργως η ίδια αυτή μεταφορά αναπτύσσεται από έναν άλλο συγγραφέα, Γάλλο επιπλέον, που δεν υμνολογεί, σαν το Λοτί, την πόλη της Ανατολής, αλλά την περιγράφει σαν «καλυμμένη από δόξα» τραγουδίστρια. «Να 'τη λοιπόν η πόλη που ονειρευόμουν στα 19 μου, διαβάζοντας τα έργα αναρίθμητων Γάλλων συγγραφέων, με τον Νερβάλ (Nerval) επικεφαλής, που πάσχισαν να την περιγράψουν. Να 'τη η ηλικιωμένη τραγουδίστρια, η βαρυφορτωμένη από δόξα και κοσμήματα, τη βλέπω από το παράθυρό μου! 'Αλλη μία που αρνείται να μιλήσει για την ηλικία της και το παρελθόν της. Είναι και πάλι νέα· έχει αλλάξει το όνομά της· ξαναρχίζει».
Πράγματι, η Κωνσταντινούπολη ξαναρχίζει σήμερα, φορώντας τα νέα της φορέματα της Ευρωπαίας σταρ. Όσο για την μεταφορά της ηλικιωμένης τραγουδίστριας, ταιριάζει γάντι και στην Ευρώπη, που ανοικοδομείται διευρυνόμενη. Ίσως να 'ναι κι εκείνη παρθένα μετά από χίλιους γάμους κι ετοιμάζεται τώρα, με την Τουρκία, για τον χιλιοστό πρώτο. Αλλά δυστυχώς δεν επαναλαμβάνονται εδώ οι χίλιες και μία νύχτες, αφού οι δύο εραστές (η Ευρώπη και η Τουρκία) αγαπιούνται αλλά και απωθούνται ταυτόχρονα, διστάζουν. Δεν έχουμε εδώ ένα αισθηματικό ρομάντζο αλλά μία αυθεντική σχέση πάθους με απροσδιόριστη ακόμα κατάληξη.
Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά
Για να επανέρθουμε όμως στην πόλη, θα έλεγα πως κι εγώ, σαν τον Ζαν Κοκτό (Jean Cocteau), την έχω κοιτάξει πολλές φορές από το παράθυρό μου κι έχω θαμπωθεί επανειλημμένα από τη διάσημη σιλουέτα της, με τους σταχτί τρούλους και τους μιναρέδες της. Κι όμως, όταν πρωτοέφτασα εδώ από την Ανατολία για να φοιτήσω στο λύκειο του Γαλατά Σαράι, σε ηλικία δώδεκα ετών, δεν ήταν αυτή η σιλουέτα που είδα, δεν πρόσεξα καν να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα οι τρούλοι κι οι μιναρέδες που οδήγησαν τον Ζαν Τεβενό (Jean Thévenot) να μιλήσει για «το ωραιότερο δυνατό θέαμα του κόσμου», θέαμα που πριν το Λοτί το είχαν περιγράψει ο Σατομπριάν (Chateaubriand), ο Λαμαρτίνος (Lamartine), Νερβάλ και ο Γκοτιέ (Gautier).
Το μόνο που είχα δει ήταν μια σκοτεινή μάζα κρυμμένη στην ομίχλη, που έπαιρνε στα μάτια μου τη μορφή ενός τέρατος που αναδυόταν από τη θάλασσα, ενώ το καράβι προσέγγιζε στο λιμάνι. Τότε έκλεισα τα μάτια μου απελπισμένος, για να μη βλέπω πια το πελώριο τέρας με τα κοφτερά δόντια, και τις φοβερές φλόγες που πρόβαλαν από τον οισοφάγο του. Τελικά η πόλη με κατάπιε κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, στην οποία αναφέρθηκα επί μακρόν στην «πρώτη γυναίκα».
Τα χρόνια περνούσαν. Πριν γράψω «το μυθιστόρημα του προφήτη», δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τις περιπέτειες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ούτε για τις αναρίθμητες μάχες που χρειάστηκαν για να παραδοθεί επιτέλους η πόλη. Αγνοούσα πως στην αρχή της πολιορκίας, το φοβερό κανόνι που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός είχε συρθεί με χίλια ζόρια από πενήντα ζεύγη βοδιών και τετρακόσιους πυροβολητές έως την «εν τοις Καλιγαρίοις» πόρτα, ούτε πως κάποια στιγμή το κανόνι ανατινάχτηκε εξαερώνοντας όλους όσοι βρίσκονταν γύρω του, πριν επιτέλους, μετά από αναρίθμητα πυρά, κατορθώσει να ανοίξει μια ρωγμή στα τείχη της Πόλης.
Δεν ήξερα τίποτα για τις απελπισμένες νύκτες που πέρασε ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής για τους εφιάλτες του (ναι, τους εφιάλτες του!) για την επιμονή του πασά Ζαγανού χάρη στην οποία παρατάθηκε η πολιορκία, για την καταιγίδα των βελών, των οβίδων, των πετρών, για τους σωρούς των νεκρών γενίτσαρων που έφραζαν τα κενά της οχύρωσης της Πόλης...
Από πού να γνώριζα για την πελώρια αλυσίδα, που ζύγιζε τόνους ολόκληρους, με την οποία είχαν φράξει οι πολιορκημένοι τον Κεράτιο στο ύψος του Γαλατά, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, προκειμένου να απωθήσουν τον οθωμανικό στόλο; Για την υποστήριξη των Γενουατών στους Βυζαντινούς ή για το μυστηριώδες «υγρό πυρ» που πυρπολούσε ακόμα και τα κύματα της θάλασσας;
Δε στάθηκε δυνατό να αφομοιώσω πλήρως την ιστορία της πόλης μου παρά πολλά χρόνια αργότερα, μακριά από την Κωνσταντινούπολη, χάρη στα βιβλία που καταβρόχθιζα στη βιβλιοθήκη της Σορβόννης, και να σταθεί δυνατό να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Κι αν μιλάω σήμερα γι' αυτή την κατάκτηση, γι' αυτό το τόσο πρόσφατο επεισόδιο σε σχέση με τη χιλιόχρονη κυριαρχία του Βυζαντίου, είναι για να καταγγείλω τους μύθους που εξακολουθούν να διακινούν ορισμένοι εθνικιστές.
Λόγω της απόρριψης της Τουρκίας από την Ευρώπη, ο αριθμός τους -αλίμονο!- δεν παύει να αυξάνει, καθημερινά. Αλλά η Κωνσταντινούπολη θα είναι για ένα χρόνο πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και θα ήταν παράδοξο, ακόμα και σόλοικο, να ασκήσει αυτό το ρόλο εμποτισμένη σε κλίμα εκπόρθησης και εθνικιστικής αλαζονείας.
Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την Κωνσταντινούπολη, ιδίως τώρα που ενέταξε τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δύο κράτη που για καιρό η ιστορία τους συγχωνευόταν με εκείνη της Τουρκίας; Έχοντας πλέον γίνει η πιο πολυπληθής πόλη της ηπείρου ολόκληρης, χτισμένη ως γέφυρα μεταξύ δύο θαλασσών και δύο πολιτισμών, σύνδεσμος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η παλαιά πρωτεύουσα των σουλτάνων εξακολουθεί και σήμερα να προσελκύει, όπως στον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, νέους πληθυσμούς από τις γειτονικές χώρες, την ώρα που ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις χάνουν ακατάπαυστα σε κατοίκους και ζωτικότητα.
Έχοντας επισκεφθεί σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μου είναι αδιανόητο να σκεφτώ μια μελλοντική Ευρώπη που θα έθετε εκτός συνόρων της την Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο θα ήταν σα να απέρριπτε η Δύση ένα σημαντικό τμήμα της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς. Χωρίς αυτήν την κοχλάζουσα μεγαλούπολη, που δεν παύει να αυξάνει και να εξευρωπαΐζεται χωρίς μολοταύτα να προδίδει την κληρονομιά της και το αυτοκρατορικό της παρελθόν, η αστική ζωή της γερασμένης Ευρώπης θα ήταν δίχως άλλο πολύ θλιβερότερη.
Κι όμως, ευρισκόμενη ιππαστί σε δύο ηπείρους, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, αυτή η μεγαλούπολη των δεκαπέντε σχεδόν εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν παύει να επεκτείνεται και να αναπτύσσεται, διεκδικεί επάξια τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Πώς να αναφερθώ με λίγες μόνο λέξεις στην πολυαγαπημένη μου πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που με ακολουθεί παντού; Την πόλη που την είπαν ακόμα Λύγο, Βυζάντιο, Νέα Ρώμη, Πύλη της Ευδαιμονίας, Οικία του Χαλιφάτου, Υψηλή Πύλη, «τη χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους» -όπως την αποκάλεσε ο Τεβφίκ Φικρέτ (Tevfik Fikret), ο οργισμένος Τούρκος ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα- την κατ' εξοχήν «Πόλη»;
Περιέργως συχνά ανακάλυψα την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι, ξύπνιος από ένα όνειρο, κάτω από το φως ενός λαμπτήρα που φώτιζε τα λευκά μου χαρτιά ή κάπου αλλού, στα αδιάκοπα ταξίδια μου στον κόσμο. Όχι, η Κωνσταντινούπολη δε με στοίχειωνε σαν επίμονη ανάμνηση, δε με καταλάμβανε σαν τύψη, αλλά ερχόταν σαν πραγματική πόλη στην οποία είχα «ρημάξει τη ζωή μου», όπως ωραία λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Έλληνας Αλεξανδρινός ποιητής που η οικογένειά του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη: «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θα 'βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί». Και η πόλη με ακολούθησε.
Και τώρα που έχω εκ νέου τη δυνατότητα να επιστρέψω μετά από τόσα χρόνια εξορίας, να βραχώ από τις τρεις θάλασσές της και τους παφλασμούς του Kεράτιου, να χαϊδέψω τους πύργους, τους θόλους, τους μιναρέδες της, να τρίψω το πρόσωπό μου στα τείχη της, στους μαυρισμένους της τοίχους, να φιλήσω τις δύο ακτές του Βοσπόρου που μοιάζουν με μισάνοικτα χείλη, να σκαρφαλώσω στους λόφους και τα κάστρα της, να αναπαυτώ -επιτέλους!- στη σκιά των πλατάνων της μετά από τόσες ερωτικές διασκεδάσεις, τώρα που μπορώ να την αποκτήσω ξανά, μετά από μια τόσο μακρά απουσία, τι άλλο να πω παρά να εξομολογηθώ τον ακόρεστο πόθο μου για αυτή την «χήρα που παραμένει παρθένα μετά από χίλιους γάμους»;
Περιέργως η ίδια αυτή μεταφορά αναπτύσσεται από έναν άλλο συγγραφέα, Γάλλο επιπλέον, που δεν υμνολογεί, σαν το Λοτί, την πόλη της Ανατολής, αλλά την περιγράφει σαν «καλυμμένη από δόξα» τραγουδίστρια. «Να 'τη λοιπόν η πόλη που ονειρευόμουν στα 19 μου, διαβάζοντας τα έργα αναρίθμητων Γάλλων συγγραφέων, με τον Νερβάλ (Nerval) επικεφαλής, που πάσχισαν να την περιγράψουν. Να 'τη η ηλικιωμένη τραγουδίστρια, η βαρυφορτωμένη από δόξα και κοσμήματα, τη βλέπω από το παράθυρό μου! 'Αλλη μία που αρνείται να μιλήσει για την ηλικία της και το παρελθόν της. Είναι και πάλι νέα· έχει αλλάξει το όνομά της· ξαναρχίζει».
Πράγματι, η Κωνσταντινούπολη ξαναρχίζει σήμερα, φορώντας τα νέα της φορέματα της Ευρωπαίας σταρ. Όσο για την μεταφορά της ηλικιωμένης τραγουδίστριας, ταιριάζει γάντι και στην Ευρώπη, που ανοικοδομείται διευρυνόμενη. Ίσως να 'ναι κι εκείνη παρθένα μετά από χίλιους γάμους κι ετοιμάζεται τώρα, με την Τουρκία, για τον χιλιοστό πρώτο. Αλλά δυστυχώς δεν επαναλαμβάνονται εδώ οι χίλιες και μία νύχτες, αφού οι δύο εραστές (η Ευρώπη και η Τουρκία) αγαπιούνται αλλά και απωθούνται ταυτόχρονα, διστάζουν. Δεν έχουμε εδώ ένα αισθηματικό ρομάντζο αλλά μία αυθεντική σχέση πάθους με απροσδιόριστη ακόμα κατάληξη.
Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά
Για να επανέρθουμε όμως στην πόλη, θα έλεγα πως κι εγώ, σαν τον Ζαν Κοκτό (Jean Cocteau), την έχω κοιτάξει πολλές φορές από το παράθυρό μου κι έχω θαμπωθεί επανειλημμένα από τη διάσημη σιλουέτα της, με τους σταχτί τρούλους και τους μιναρέδες της. Κι όμως, όταν πρωτοέφτασα εδώ από την Ανατολία για να φοιτήσω στο λύκειο του Γαλατά Σαράι, σε ηλικία δώδεκα ετών, δεν ήταν αυτή η σιλουέτα που είδα, δεν πρόσεξα καν να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα οι τρούλοι κι οι μιναρέδες που οδήγησαν τον Ζαν Τεβενό (Jean Thévenot) να μιλήσει για «το ωραιότερο δυνατό θέαμα του κόσμου», θέαμα που πριν το Λοτί το είχαν περιγράψει ο Σατομπριάν (Chateaubriand), ο Λαμαρτίνος (Lamartine), Νερβάλ και ο Γκοτιέ (Gautier).
Το μόνο που είχα δει ήταν μια σκοτεινή μάζα κρυμμένη στην ομίχλη, που έπαιρνε στα μάτια μου τη μορφή ενός τέρατος που αναδυόταν από τη θάλασσα, ενώ το καράβι προσέγγιζε στο λιμάνι. Τότε έκλεισα τα μάτια μου απελπισμένος, για να μη βλέπω πια το πελώριο τέρας με τα κοφτερά δόντια, και τις φοβερές φλόγες που πρόβαλαν από τον οισοφάγο του. Τελικά η πόλη με κατάπιε κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, στην οποία αναφέρθηκα επί μακρόν στην «πρώτη γυναίκα».
Τα χρόνια περνούσαν. Πριν γράψω «το μυθιστόρημα του προφήτη», δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τις περιπέτειες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ούτε για τις αναρίθμητες μάχες που χρειάστηκαν για να παραδοθεί επιτέλους η πόλη. Αγνοούσα πως στην αρχή της πολιορκίας, το φοβερό κανόνι που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός είχε συρθεί με χίλια ζόρια από πενήντα ζεύγη βοδιών και τετρακόσιους πυροβολητές έως την «εν τοις Καλιγαρίοις» πόρτα, ούτε πως κάποια στιγμή το κανόνι ανατινάχτηκε εξαερώνοντας όλους όσοι βρίσκονταν γύρω του, πριν επιτέλους, μετά από αναρίθμητα πυρά, κατορθώσει να ανοίξει μια ρωγμή στα τείχη της Πόλης.
Δεν ήξερα τίποτα για τις απελπισμένες νύκτες που πέρασε ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής για τους εφιάλτες του (ναι, τους εφιάλτες του!) για την επιμονή του πασά Ζαγανού χάρη στην οποία παρατάθηκε η πολιορκία, για την καταιγίδα των βελών, των οβίδων, των πετρών, για τους σωρούς των νεκρών γενίτσαρων που έφραζαν τα κενά της οχύρωσης της Πόλης...
Από πού να γνώριζα για την πελώρια αλυσίδα, που ζύγιζε τόνους ολόκληρους, με την οποία είχαν φράξει οι πολιορκημένοι τον Κεράτιο στο ύψος του Γαλατά, συνδέοντας τις δύο ακτές του Βοσπόρου, προκειμένου να απωθήσουν τον οθωμανικό στόλο; Για την υποστήριξη των Γενουατών στους Βυζαντινούς ή για το μυστηριώδες «υγρό πυρ» που πυρπολούσε ακόμα και τα κύματα της θάλασσας;
Δε στάθηκε δυνατό να αφομοιώσω πλήρως την ιστορία της πόλης μου παρά πολλά χρόνια αργότερα, μακριά από την Κωνσταντινούπολη, χάρη στα βιβλία που καταβρόχθιζα στη βιβλιοθήκη της Σορβόννης, και να σταθεί δυνατό να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Κι αν μιλάω σήμερα γι' αυτή την κατάκτηση, γι' αυτό το τόσο πρόσφατο επεισόδιο σε σχέση με τη χιλιόχρονη κυριαρχία του Βυζαντίου, είναι για να καταγγείλω τους μύθους που εξακολουθούν να διακινούν ορισμένοι εθνικιστές.
Λόγω της απόρριψης της Τουρκίας από την Ευρώπη, ο αριθμός τους -αλίμονο!- δεν παύει να αυξάνει, καθημερινά. Αλλά η Κωνσταντινούπολη θα είναι για ένα χρόνο πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και θα ήταν παράδοξο, ακόμα και σόλοικο, να ασκήσει αυτό το ρόλο εμποτισμένη σε κλίμα εκπόρθησης και εθνικιστικής αλαζονείας.
Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την Κωνσταντινούπολη, ιδίως τώρα που ενέταξε τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, δύο κράτη που για καιρό η ιστορία τους συγχωνευόταν με εκείνη της Τουρκίας; Έχοντας πλέον γίνει η πιο πολυπληθής πόλη της ηπείρου ολόκληρης, χτισμένη ως γέφυρα μεταξύ δύο θαλασσών και δύο πολιτισμών, σύνδεσμος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η παλαιά πρωτεύουσα των σουλτάνων εξακολουθεί και σήμερα να προσελκύει, όπως στον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, νέους πληθυσμούς από τις γειτονικές χώρες, την ώρα που ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις χάνουν ακατάπαυστα σε κατοίκους και ζωτικότητα.
Έχοντας επισκεφθεί σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μου είναι αδιανόητο να σκεφτώ μια μελλοντική Ευρώπη που θα έθετε εκτός συνόρων της την Κωνσταντινούπολη. Κάτι τέτοιο θα ήταν σα να απέρριπτε η Δύση ένα σημαντικό τμήμα της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς. Χωρίς αυτήν την κοχλάζουσα μεγαλούπολη, που δεν παύει να αυξάνει και να εξευρωπαΐζεται χωρίς μολοταύτα να προδίδει την κληρονομιά της και το αυτοκρατορικό της παρελθόν, η αστική ζωή της γερασμένης Ευρώπης θα ήταν δίχως άλλο πολύ θλιβερότερη.
Ο
Nedim Gürsel είναι Τούρκος ερευνητής και συγγραφέας που ζει κι εργάζεται στη Γαλλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου