Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Αποκριές - Καρναβάλια... από τον Γιάννη Ντισέλια

Πλησιάζουν οι Αποκριές (ίσον μακριά από κρέας) και τα Καρναβάλια (πάλι κομμένο το κρέας στα Λατινικά πιστεύω) και αναπολώ τα ωραία γλέντια στη Βέργια, τα παλιά για μένα χρόνια, όταν, παιδί του Β΄ Δημοτικού (Νυν Δημαρχείου) και του εξατάξιου Γυμνασίου (Νυν Δημαρχείου) γλεντούσα με την παρέα μου.
Μικροί όντας και ελαφρώς άφραγκοι οι περισσότεροι, αυτοσχεδιάζαμε στο να φτιάχνουμε προσωπίδες (μάσκες) και καπέλα. Όταν είχαμε κανέναν παρά, αγοράζαμε μάσκες με αστεία φάτσα και καπέλα (φέσια – περικεφαλαίες και άλλα).
Τα γλέντια άρχιζαν με τα μπουλούκια ντυμένα καρναβαλίστικα να ανεβοκατεβαίνουν από το Ρολόι στην Εληά, με συνοδούς τους γκαϊντατζήδες, ή τους ζουρνάδες, ή τα χάλκινα, ή και τίποτα. Τα κομφετί και οι σερπαντίνες έδιναν και έπαιρναν. Τα φλερτάκια ήταν στο φόρτε τους. Τα κέντρα γεμάτα γλεντζέδες, η Εληά, τα Ηλύσια, το Πασιά Κιοσκί, η Χαβάη, η Αρζεντίνα και ποιος ξεχνάει το Αλτ, τον Πράσινο Κήπο, τον Παράδεισο και άλλα.
Θυμάμαι, αν και λίγο μικρός, το μπουλούκι του Βλάχικου Γάμου με τους Πιτούλια Παν., Κουτσιόφτη Γιάννη, Χασιώτη Γιώργο, τον Γκάλαβο, τον Τσιακτάνη, τον Νίκο, τον Αποστόλη, τον Γκόγκο και άλλους. Ποιος θα ξεχάσει το μπουλούκι του Τάκη του Καραλάγκου, του Τσιαπάρα του Βαγγέλη και άλλων Βεροιέων, όταν καμιά τριανταριά νέοι ντυμένοι καρναβάλια καβάλα σε αντίστοιχο αριθμό γαϊδουριών, ανεβοκατέβαιναν την Μητροπόλεως με τις συνέπειες που έχει το αντάμωμα αρσενικών και θηλυκών τέτοιων τετραπόδων και μάλιστα τέλος Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου.
Πριν κάμποσα χρόνια, ένα αποκριάτικο Κυριακάτικο πρωινό, έπινα τον φραπέ μου, ως Ευρωπαίος από τότε, στου Θωμά, στη γωνία Εληάς και Ανοίξεως. Η παρέα μου ήταν η συνηθισμένη με “μασίφ” Βεροιείς και τα προς συζήτηση θέματα αποκλειστικά για τη Βέργια μας.
Προς το μεσημέρι αποχωριστήκαμε και γω πήγαινα προς του κυρ-Μέλτη του Πράπα, να αγοράσω μαρκάτι (άραγε υπάρχει ακόμα;) κατόπιν συζυγικής εντολής. Πλησιάζοντας άκουσα ζουρνάδες να παίζουν πιο πάνω. Αγοράζω τα κεσεδάκια και προχωρώ προς τα πάνω, στρίβω λίγο δεξιά εκεί που ήταν τα δυο τεράστια Πλατάνια, ενώ τώρα είναι περίπτερο και βλέπω προς τα πέρα του αδελφούς Δροσινού, τον Λευτέρη και τον Μήτσο, να χορεύουν με τα κατσούλια στο κεφάλι. Πήγα απέναντι εκεί που ήταν το σπίτι του Ζαρούκα και ο τσαγκάρης Παπαθανάσης, ακούμπησα στον τοίχο και χάζευα το υπέροχο θέαμα.
Ο νταουλντζής με το δεξί χέρι και το χοντρό ξύλο βαρούσε το νταούλι δυνατά, σαν να ήθελε να δείξει ότι αυτοί είναι εκείνη την ώρα οι άρχοντες στην περιοχή και με το αριστερό κομπανιάριζε με ακρίβεια για να μη ξεφύγει ο ρυθμός. Ο ένας ζουρναντζής κρατούσε τον ίσο κοιτώντας πάντα κατάματα τον πρώτο ζουρναντζή, για να μη του φύγει η όμορφη χροιά που έδινε στον ζουρνά η κάθε αλλαγή του πρώτου. Ο πρώτος ζουρναντζής πότε σήκωνε τον ζουρνά προς τα πάνω καμαρώνοντας σαν πετεινός που λαλεί περήφανος γιατί είναι ο ένας και πότε έσκυβε στη γη για να υποκλιθεί στους θεατές του. Τα τραγούδια τους, η πατινάδα, κατέβα Λέγκου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια, μουσταμπέικο και άλλα γλύκαιναν την ατμόσφαιρα.
Οι δύο αδελφοί Δροσινού, ο Λευτέρης και ο Μήτσος, όρθιοι χόρευαν αντικριστά, σαν δύο Γίγαντες, πότε σηκώνοντας τα χέρια και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό, σαν να’ θελαν να φχαριστήσουν τον Θεό που τους έχει γερούς, πότε τα χέρια σε έκταση μοιάζοντας σαν δύο πελώριοι Σταυροί λες και περίμεναν κάποιον να τον αγκαλιάσουν, πότε κτυπώντας τα πόδια τους δυνατά λες και θέλουν να στείλουν μήνυμα στον Άδη, ότι είναι άτρωτοι και πότε σκυμμένοι κτυπούσαν τα χέρια στη γη για να στείλουν τα δέοντα σ’ αυτούς που φύγαν νωρίς.
Ξαφνικά μου πιάνει τον αριστερό αγκώνα κάποιος. Τρομαγμένος μια και ήμουν απορροφημένος από το χορό, γυρίζω προς τα αριστερά και βλέπω τον κυρ-Στέλιο τον Σβαρνόπουλο, άλλον Βεροιώτη Γίγαντα της πένας. Χαιρετηθήκαμε και μαζί κοιτάζαμε την παρέα των Ημίθεων γλεντζέδων ν’ ανηφορίζει από την πολυκατοικία του Κόντζαλη προς τον Ιστορικό Πλάτανο. Πήραμε τον κατήφορο της Κεντρικής συζητώντας, αλλά κάπου πιο κάτω χωρίσαμε, ο κυρ-Στέλιος στην Κεντρική και γω προς την Μπουμπόλη.
Ήμουν εκείνη την ημέρα ο πιο τυχερός-άτυχος Βεροιώτης. Είδα για τελευταία φορά τους υπέροχους Βεροιείς, Αδελφούς Δροσινού να χορεύουν, αλλά και τον κύριο Στέλιο Σβαρνόπουλο για τελευταία φορά.



Γιάννης Ντισέλιας

Δεν υπάρχουν σχόλια: