Κατά το έτος 1930, το Σέλι είχε αλλάξει όψη με την ανοικοδόμηση που ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν. Ο αριθμός των κατοίκων θερινής διαβίωσης (Αη Γιώργης – Αη Δημήτρης) ήταν μεγάλος, μιας και τα τσελιγκάτα είχαν χιλιάδες πρόβατα, τα τυροκομεία και τα μπατζιά δεκάδες τυροκόμους τεχνίτες και βοηθούς, τα Πριόνια ξυλείας δούλευαν ακατάπαυστα και οι κυρατζήδες με τα εκατοντάδες ζώα (μουλάρια κυρίως) φόρτωναν και ξεφόρτωναν την ξυλεία. Το θερινό σχολείο, πάνω από την οικία Μ. Χασιώτη, ήταν στο φόρτε του. Επακόλουθο αυτών ήταν να υπάρχουν κάμποσα μπακάλικα – καφενεία – σαμαράδικα και τσαγκαράδικα. Ένα από τα τσαγκάρικα ήταν του Γιαννάκη του Μπέκη. Είχε σαν μαστόρους και δύο καλφάδες (μαθητάδες). Η δουλειά ξεκινούσε με το χάραμα (πού ρολόι) και τελείωνε με τη δύση (πού ΔΕΗ τα χρόνια κείνα).
Ένα βροχερό Μαγιάτικο σούρουπο, μπαίνει στο τσαγκάρικο κάποιος άγνωστος σ’ αυτούς και χαιρετάει. “Γειας παιδιά”, “Γεια σου πατριώτη” του λέει ο μάστορας. “Τι σε φέρνει στο χωριό μας τέτοια ώρα;” “Είμαι από την Κατράνιτσα”, λέει ο ξένος, “θέλω να κατέβω στη Νάουσα να πάρω το τραίνο και να πάω στη Σαλονίκη, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη, αλλά με τη βροχή και το σκοτάδι θα χαθώ και θέλω να ξαποστάσω κάπου”. “Πού να σε βάλουμε βλοημένεμ;”, του λέει ο μάστορας, “εμείς σε λίγο κλείνουμε”. “Να αρέ μάστορα κλείσε με μέσα και αύριο το πρωί που θα ανοίξεις φεύγω”. Τι να κάνει λοιπόν ο κυρ Γιαννάκης δέχτηκε, μια και δεν ήτανε σωστό και δεν ήθελε να αφήσει στη βροχή και τον ψόφο τον διαβάτη μας. Έτσι, τον έκλεισε μέσα στο μαγαζί, κατεβάζει τα κεπέγκια, κλειδώνει και φεύγουν για τα σπίτια τους όλοι, αφού καληνύχτισαν τον επισκέπτη.
Ο επισκέπτης μας λοιπόν, ξαπλώνει κάπου στο μικρό μαγαζί και κλείνει τα μάτια του για να κοιμηθεί. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξυπνάει με σφάχτες στην κοιλιακή χώρα, μπορεί από το κρύο νερό που είχε πιει στις μεγάλες βρύσες, όταν έφτασε στο χωριό, μπορεί από το μουσκίδι, λόγω της βροχής, πάντως ήθελε να εκτονωθεί, να ξαλαφρώσει, αλλά που; Ανάβει το τσιακμάκι του με το μεγάλο φυτίλι και ψάχνει γύρω-γύρω αλλά τίποτα. Ξαφνικά βλέπει να γυαλίζει κάτι στο βάθος. Ήταν μια λαδόκολλα. Χαμογελάει, την αρπάζει, την στρώνει και αχ αγαλλίαση, ξαλάφρωσε. Τυλίγει την λαδόκολλα με το περιεχόμενο καλά-καλά, την βάζει στο πλάι κοντά στην πόρτα με τα κιοπέγκια και κοιμάται.
Χαράματα τον ξυπνάει ο τσαγκάρης, σηκώνεται βάζει τα παπούτσια του, απλώνει το χέρι και λέει τον κυρ-Γιαννάκη “Σευχαριστώ πολύ και δε θα σε ξεχάσω ποτέ.” “Έλα μωρέ, τι έκανα και με φχαριστάς για να με θυμάσαι πάντα;” τον απαντά ο μάστορας. Φεύγει ο ξένος, έρχονται οι καλφάδες και αρχίζει το τακ τακ με τις πρόκες στάρβυλα. Σε λίγο κτυπά ο ήλιος φουλαριστός, το μαγαζί και το περιεχόμενο της λαδόκολλας ζεσταίνεται και εκπέμπει “ευωδίες”. Κοιτάει ο κυρ-Γιαννάκης τα παπούτσια του μήπως ερχόμενος από το σπίτι του στην Παναγία κοντά στο μαγαζί, πάτησε καμιά νάρκη, αλλά τίποτα, ήταν πεντακάθαρα. Λέει και στους καλφάδες να δουν τα δικά τους, αλλά τα ίδια όμως. Ψάχνουν από δω, ψάχνουν από κει, ο ήλιος είχε βράσει την λαδόκολλα, η μυρωδιά τους οδηγεί εκεί, την ανακαλύπτουν και αλί και τρισαλί, ποιος είδε τον μπάρμπα Γιαννάκη και δεν τον φοβήθηκε. “Τον παλιοκερατά, τον χαμένο, τον φιλοξένησα και αυτός μας έχ…ε. Γι’ αυτό έλεγε ότι θα με θυμάται για πάντα. Αχ τον άτιμο”, έλεγε και ξαναέλεγε ο μάστορας, ενώ οι καλφάδες κρυφογελούσαν κάτω από τη μύτη τους, για να μη τους καταλάβει το αφεντικό.
Γιάννης Ντισέλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου