Στη δεκαετία του 90 και στα δύσκολα χρόνια που περνούσε η Γιουγκοσλαβία, πήγαινα τακτικά για δουλειές στη χώρα αυτή πιο συγκεκριμένα στις πόλεις Σκόπια, Τίτο Βέλες, Γευγελή και αλλού. Μια μέρα συναντήθηκα με έναν Βλάχο από τα Μπιτώλια (περί τα 70 και σε ηλικία) και κουβέντα στην κουβέντα τον ρώτησα, πόσο Έλληνας νοιώθει. Η ξερή αλλά για μένα ιερή απάντησή του με αποστόμωσε. “Αν σεις εκεί κάτω ελεύθεροι όντες είστε μια φορά, μεις εδώ είμεθα από δύο και πάνω”.
Αυτό τα σαν ορόσημο λόγια θυμήθηκα, όταν επισκέφθηκα και την αγαπημένη μου πόλη τη Βέροια, μία από τις λίγες επισκέψεις μου σ’ αυτή, μια και ζω «ξενιτεμένος» για πάνω από σαράντα χρόνια. Η πιο σίγουρη επίσκεψη στη Βέροια είναι η μέρα των εκλογών, μια και απορρίψαμε πολλοί Βεροιώτες την ιδέα της μεταφοράς στον τόπο διαμονής μας των εκλογικών υποχρεώσεων, άσχετα αν δεν γνωρίζουμε τους τοπικούς νέους υποψήφιους, άσχετα αν δεν έχουμε ούτε ένα κεραμίδι δικό μας, άσχετα αν η πόλη που αφήσαμε μ’ αυτή που βλέπουμε τώρα διαφέρουν κατά πολύ.
Σκέφτηκα λοιπόν μήπως και γω είμαι δυο φορές Βεροιώτης, ίσως και παραπάνω; Το πόσο αγαπάμε τον βλογημένο αυτό τόπο το καταλαβαίνουν πιο πολύ οι λίγοι συμπατριώτες μας που συναντάμε στα μέρη που ζούμε, από τον τρόπο και τη διάθεση να τους εξυπηρετούμε να τους βοηθούμε και να τους διευκολύνουμε.
Άφησα το αυτοκίνητο στα Πευκάκια της Εληάς, κάπου αριστερά από το σπίτι του κ. Κριαρά, απέναντι από πολυκατοικίες. Χαζεύοντας, θυμήθηκα (αν θυμάμαι καλά) το γωνιακό σπίτι του δάσκαλου Οικονόμου, του βαμβακέμπορου κ. Τσιτιρίδη Σ., των Αδελφών Μπόζου και το παλαιό κέντρο Εληά με τις τζαμαρίες γύρω-γύρω, τα τόλ των στρατιωτικών, τον ωραίο κήπο, με την Μούσκουρη να τραγουδά και όλοι εμείς μικροί να κρυφοβλέπουμε και ν’ ακούμε τι θα πει ο Στέας.
Τότε το ξενοδοχείο Εληά στέγαζε την Μεραρχία του Ελλ. Στρατού. Μια χρονιά μικρός όντας περί τα έντεκα και δώδεκα ο ξάδερφός μου, ντυμένοι λιγουτσιάρηδες (ρουγκατζιάριδες) με κάμποσα κουδούνια στη μέση, στο στήθος και στη πλάτη και τον ντουρβά στον ώμο για τα σχετικά υποδεχούμενα (ξυλοκέρατα- σύκα- καρύδια κανένα μανταρίνι κλπ) κινήσαμε παραμονή των Φώτων για τα «Λιγουτσιάρης έρχητι, Γίναρης ζημιρώνει – Φραγκίτσα δώ – Φραγκίτσα κεί – Φραγκίτσα πάει στη βρύση κλπ». Κατά τις 10 το πρωί, φτάσαμε απέναντι από τη Μεραρχίας, στο σπίτι του ιατρού κ.Αντωνιάδου (γερό φιλοδώρημα). Μας άκουσε ένας αξιωματικός, ήρθε μας πήρε και μας πήγε στο πίσω μέρος του κτιρίου της Μεραρχίας, στο ισόγειο, όπου ήταν οι τηλεφωνητές με τα μανιατό και με μεγάλη κίνηση τηλεφωνημάτων. Μας δίνει εντολή και αρχίζουμε τα κάλαντα. Έγινε χαμός από τον θόρυβο. Αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε παράδες σε κέρματα, χωρίς τρύπα όμως, υπέρ αρκετούς.
Επιστρέφοντας στο πάρκιγκ του αυτοκινήτου σκέφτηκα να πάω να δω την Πέτρα (στροφή για Σαραντόβρυσες), ανταυτής βλέπω μια καλόγουστη ταβέρνα (πουθενά η ταβέρνα του κυρ Θανάση με τον Πλάτανο και τους μπαχτσεβαντζήδες να πίνουν τα ρακιά.
Στρίβω δεξιά να δω τον Άγιο Διονύση, αλλά μπερδεύτηκα λίγο. Το τεράστιο κονάκι του Στρούμτσα έγινε πολυκατοικία ο Άγιος μόλις φαίνεται, πιο πέρα, ευτυχώς, αναγνώρισα το σπίτι του απόστρατου τότε αξιωματικού κ.Τριγκώνη και απέναντι ένα ανακαινισμένο του κ. Πάνου. Προς τα δεξιά ο Αγ. Νικόλαος και διαβάζω «οδός Κοντογεωργάκη». Προχωρώ, αλλά κάτι με μπέρδεψε πάλι. Ρωτάω ένα παλικαράκι, “ποίο είναι το μέρος αυτό;” και απαντά “Πεζόδρομος”! Να πω ότι χάρηκα ή εξεπλάγην; Ξεφυσώντας, ψάχνω για το φούρνο και την ανηφόρα που έβγαζε στο σπίτι του Σκοινιώτη και πίσω από το Γυμνάσιο, αλλά κάτι διαφορετικό και δω! Προχωρώ να δω το Χάνι – Μπακάλικο του κυρ Μενέλαου του Παπαδήμα αλλά τίποτα. Ανηφορίζω την Κοντογεωργάκη προς τον «Χριστό» αλλά ούτε και κεί βρήκα το σπίτι του δάσκαλου Αγγελίδη. Κάνω τον σταυρό μου στον «Χριστό» και βλέπω βγαίνοντας στην Μητροπόλεως απέναντι δεξιά Τράπεζα και αριστερά ταξί και πίτσες. Ευτυχώς το Σταρ είναι στη θέση του και τα γλυκά του Κούσιου (τι πουτίγκες δεν έχουμε φάει εκεί).
Μπαίνω στον ιστορικό δρόμο (βλέπω τώρα – οδός Ιπποκράτους) όπου κινούνταν όλο το χρήμα της πόλης μας. Αριστερά ήταν ο φούρνος του κ. Πασβάντη, ο κυρ Πέτρος με τα σαμάρια, απέναντι τ’ αδέρφια Δημητρακάκη με καροποιείο, δίπλα οι Αφοί Μπαρμπαργύρη οι μαραγκοί και σιμά γωνιακά ο κυρ Λάκης ο Παπαϊωάννου με το μπακάλικό του. Απέναντι και πίσω από το σαμαράδικο δέσποζε το ξενοδοχείο “Όλυμπος” και στο ισόγειό του το ζυθεστιατόριο του κυρ Μανώλη του Ρέππα, όπου ακούγαμε τον γιατρό τον Κουτσιαντά, με την βροντερή φωνή του να κριτικάρει και να πολιτικολογεί με ένα ποτήρι καλό ρακί στο χέρι ενώ ο μπάρμπα Μανώλης πανύψηλος σαν Ολύμπιος να σιγοντάρει. Τώρα τίποτα σ’ αυτή τη θέση, ούτε έστω πολυκατοικία. Δεν προχώρησα πιο πάνω να δω τους μπαξεβάνηδες, Αφούς Καραντουμάνη, Σκούφια, το φούρνο του κ. Κυριατζάκη, τον φούρνο των Αφών Σερεμέτα, τα υπέροχα λουκούμια του δήμαρχου κυρ Αντώνη Κεμιντζέ.
Θυμήθηκα τον γυναικολόγο τον κ. Σόλωνα Αντωνιάδη καθισμένο σ’ ένα σαμάρι στην αυλή του σαμαράδικού του μπάρμπα Πέτρου Ζαμάνη να συζητά πότε σοβαρά, πότε αστεία μ’ όλους τους γύρω γείτονες μαγαζάτορες και τεχνίτες την ώρα της παύσης ή κοινής ησυχίας, που δεν είχε κίνηση. Ήταν δε αυτή η ώρα από τις τρεις μέχρι τις πέντε, σχεδόν καθημερινά.
Τα φορτηγά του Χατζή και του Κουτσιαντά φόρτωναν πίσω από το κρεοπωλείο του Κούσιου (ευτυχώς υπάρχει) τους τσιαπανήτες (προφανώς από το σιαπάν – πέρα από το ποτάμι) με τα ψώνια που έκαναν, για το νοικοκυριό τους στην Κόκουβα, στην Βόσουβα, στην Μπόστιαν, στο Ντράτσικο και αλλού.
Στρίβοντας δεξιά απ’ τον κυρ Λάκη τον Παπαϊωάννου το μπακάλικο, να η βρύση, υπάρχει ακόμη, αλλά δίπλα, το Χάνι και Πεταλουργείο των Αφών Καλιγά όχι, ούτε απέναντί του το Χάνι του μπάρμπα Στέργιου του Πλυχρονιάδη. Πόσα και πόσα μασλάτια ακούγονταν στη βρύση, όταν όλοι οι μαγαζάτορες με το μαστραπά στο χέρι, πήγαιναν να ξεδιψάσουν και να εκτονωθούν μετά, στα απόκρυφα μέρη, πίσω από τα ζωντανά μέσα στα Χάνια.
Προχωρώντας στην “Ιπποκράτους” απέναντι από το κρεοπωλείο ήταν οι Αφοί Μαζαράκη με τα υπέροχα τυροκομικά και δίπλα η ταβέρνα του κ. Ραντίδη, όπου μετά τον κάματο, ξαπόσταιναν όλοι οι πέριξ για ένα και στο πόδι (ρακί). Λιγομιλώντας ο ταβερνιάρης, πανύψηλος, όρθιος σαν να είναι έτοιμος για καυγά, σέρβιρε στις παρέες τα σχετικά μεζεκλίκια. Εμείς, μικρά παιδιά, γυροφέρναμε για να ακούσουμε κανένα μαντάτο, κανένα αστείο ή καμιά δεκάρα ή εικοσάρα, όταν κάποιον τον τελείωναν τα “χύμα” τσιγάρα και μας στέλνανε στο περίπτερο, δίπλα από το καφενείο τον κ. Σιάχα να τους εξυπηρετήσουμε.
Τι υπέροχοι άνθρωποι, τι ωραία μασλάτια, τι καλόγουστα Χνέρια. Θυμάμαι μερικούς από αυτούς. Ο δήμαρχος κ. Α. Κεμιντζές, ο κ. Γεωργουδάκης του ΟΤΕ, ο διευθυντής του Α΄Δημοτικού Σχολείου κ. Παρούσης, ομοίως ο κ. Αγγελίδης, ο απόστρατος κ. Τριγκώνης (πάντα πάνω στο γαϊδουράκι και στο “πόδι” το ρακί). Ο μποέμ της εποχής, αρτοποιός Πολυχρόνης, πάντα σικ ντυμένος “και στο πόδι” και αυτός, η δε πολυστολισμένη σα νύφη φοράδα του, πίσω του ακίνητη περιμένει το σύνθημα για να φύγουν.
Ιστορίες πάσης φύσεως από τον ράφτη κ.Παπαγιαννούλη, τον τυπογράφο κ. Νίκο Γιοβαννόπουλο, κάποια παρατήρηση για τους πολλούς μεζέδες, από τον κ. Θωμά τον Βλαχογιάννη.
Ένα ωραίο χνέρι που μου διηγήθηκε κάποτε ο κ. Γεωργουδάκης το μεταφέρω, με όση “σάλτσα” είχε βάλει ο ίδιος.
Ο Βλαχομαχαλάς του Αη Γιώργη δεν είχε βρύση δημόσιας χρήσης, όπως αλλού, κι ο κόσμος έπαιρνε νερό από μακριά, από άλλες βρύσες. Έτσι, λοιπόν, μια επιτροπή πήγε στον Δήμαρχο και του’ πε το παράπονο και αίτημα ταυτόχρονα. Ο κυρ Δήμαρχος άκουσε το αίτημα και τους υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Φεύγει η επιτροπή, φωνάζει ο Δήμαρχος τον υπεύθυνο των νερών, τον ρωτά αν είναι δυνατή η κατασκευή και παίρνει καταφατική απάντηση. Φωνάζει την επιτροπή και λέει ότι η βρύση θα γίνει κάτω από το σπίτι του κ. Ψιψίκα, με κουπάνα, για να ποτίζονται και τα ζωντανά, αλλά θα πρέπει να κάνουν ένα υπερύψωμα, για τα εγκαίνια και να βγάλει λόγο. Γι’ αυτό να μαζέψουν όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Φεύγει η επιτροπή, πάει στο μαχαλά του Αη Γιώργη, του Αη Νικόλα, του Αη Σπυρίδωνα, στη Μπουμπόλη και λέει τα ευχάριστα. Όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία τη μέρα των εγκαινίων.
Λίγες μέρες νωρίτερα, βγαίνουν οι δύο κήρυκες της Δημαρχίας (ντελάληδες) με τη σφυρίχτρα στο στόμα, στο καφενείο των Αφών Μπαζάκα στον Αγι Αντώνη, στο εστιατόριο του κ. Τσιαλέρα, στα καφενεία στα δύο Πλατάνια, και πιο πάνω στον ένα Πλάτανο (ευτυχώς κάτι σώζεται από τον ιστορικό αυτό πλάτανο) και αλλού και ανακοινώνουν το νέο.
Πράγματι, φτάνει η μέρα και η ώρα, κόσμος παραπάνω από αυτούς που περίμενε ο Δήμαρχος, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ανοίγει η βρύση, πίνουν νερό.
Ανεβαίνει ο κυρ Δήμαρχος στο υπερυψωμένο μέρος για να μιλήσει, βγάζει το χαρτί και αρχίζει να λέει, να λέει… Πίσω του ακριβώς, δύο Βλάχες με τα χέρια κάτω από τις κεντημένες ποδιές και τ’ άσπρα χρυσοκέντητα τσεμπέρια στο κεφάλι, τον άκουγαν με προσοχή και κάποια στιγμή λέει η μία στην άλλη: «Κάρι ιάστι έστου τσε ζπουράστι αχ(ού)ντου μούλτου;» (Ποιος είναι αυτός που μιλάει τόσο πολύ ή τόση ώρα;) και απαντά η άλλη: «νου σπίου, κάρι ιάστι, μα στίι τσε μούλτου μπιά;» (Δεν ξέρω ποιος είναι, μα ξέρεις τι πότης είναι;). Ο κυρ Δήμαρχος, γνώστης της βλάχικης τ’ ακούει, κοκκινίζει (ήταν ροδοκόκκινος εκ του φυσικού του), τελειώνει άρον-άρον, χειροκροτείται και χωρίς να καταλάβει κανείς το λόγο φεύγει. Το απόβραδο, στου Ραντίδη, η καζούρα πήγε σύννεφο. Φανταστείτε το δούλεμα των άσπονδων φίλων.
Περπατώντας τον ίδιο δρόμο, θυμήθηκα δεξιά απέναντι απ’ του Ραντίδη, το μπακάλικο του Καρακωστή, πιο κάτω το μαγαζί του κυρ Θωμά του Βλαχογιάννη με το γλυκάνισο στα τσουβάλια, να μοσχοβολά τον τόπο, και αριστερά γωνία του κ. Μπουσμαλή, τώρα ρουχάδικο, τότε το ζαχαροπλαστείο του κ. Μπουσμαλή με τα υπέροχα σερμπετιαστά.
Απέναντι ήταν το Ραφείο κ. Στέργιου Παπαδημητρίου (Γούσιας) αριστερά και δεξιά τα σιδηρικά του Σεραφείμ. Άλλη μία ιστορική γειτονιά αυτή, η λεγόμενη του Γεωργαλή. Σ’ αυτήν τη γειτονιά με το φαρμακείο επί της κεντρικής, το εμπορικό με λάδια των Αφών Στρούμτσα πίσω και το τσαγκάρικο του κ. Χάρη, οι μπογιές του κ. Βαφείδη, τα σπόρια του κυρ Τάσου, οι Αφοί Λιούσα με το τενεκετζίδικο, η ταβέρνα του Λύκνα και πιο κάτω η Λαϊκή Αγορά (τώρα Δημοτική) με το Συντριβάνι στη μέση, τις ψαροταβέρνες αριστερά, όπου η προσφυγιά στα Ελληνικά ή στα Τούρκικα έλεγε και έκλαιγε τραγουδώντας τα δεινά της τρομερής καταστροφής της Μ. Ασίας. Πιο κάτω το “Αλτ”, χάι κέντρο και ο σινεμάς Πάνθεον του κ. Πυλορώφ.
Είχα ακούσει μία ιστορία (χουνέρι), που έπαιξε η κομπανία των μαγαζάτορων της γειτονιάς του Γιωργαλή. Και εκεί, μετά τις τρεις ως τις πέντε, το τάβλι έδινε και έπαιρνε στα πεζοδρόμια μεταξύ του Γούσια και του Χάρη, του Βαφείδη και του κυρ Τάσου, του Λιούσα και των άλλων. Την ώρα του τάβλι (δύο παίζαν – είκοσι βλέπαν) περνά ένας γύφτος με το κάρο, τον σταματάει ο πιο χουνερτζής (όνομα δε λέω) και τον λέει ότι τον ψάχνει ο φαρμακοποιός. “Τι με θέλει ρε;” ρωτάει ο γύφτος. “Να μαζέψεις χελώνες για να κάνει φάρμακο και να γιάννει τον κόσμο” του απαντά “και θα πληρωθείς καλά” συμπληρώνει. Υπ’ όψιν ότι ο φαρμακοποιός ήταν παρών , αλλά δεν μιλούσε. Φεύγει ο γύφτος και πέφτει το πολύ γέλιο. Ήταν οι μέρες δε των Αποκριών.
Την Τσικνοπέμπτη το βράδυ είχε χορό στο “Αλτ” όπου οι λεφτάδες της πόλης ξέδιδαν λίγο πιο ευρωπαϊκά, ενώ οι υπόλοιποι τα έδιναν όλα, στου Λύχνα με ζουρνάδες, στο Ηλύσια με Χάλκινα και αλλού.
Σουρούπωμα της Τσικνοπέμπτης λοιπόν, νάσου ο γύφτος με το κάρο του και κάτι τσουβάλια επάνω. Κατεβαίνει, φωνάζει τον χουνερτζί μας τσαγκάρη να έλθει στο κάρο. Πηγαίνει αυτός και τον ρωτάει τι θέλει. Του λέει ο γύφτος ότι έφερε τις χελώνες και να φωνάξει τον φαρμακοποιό για να τις αγοράσει. Κιτρίνισε ο δικός μας, πρασίνισε, έξυσε το κεφάλι του και φεύγει προς το φαρμακείο. Μετά από λίγο έρχεται με τον φαρμακοποιό, ο οποίος πλησιάζει το κάρο, ανοίγει ένα τσουβάλι, πιάνει μια χελώνα στο χέρι, την γυρνάει από δω, την στρίβει από κει, βάζει τα «κοντά» γυαλιά του, αναποδογυρίζει την χελώνα, την μυρίζει και λέει του γύφτου ότι δεν είναι η ράτσα που θέλει. Τότε ο κάτοχος των συμπαθητικών και άβλαβων ζωντανών, τσαντισμένος αρπάζει ένα ένα τα σουβάλια και τα αδειάζει στον τζιντέ (δρόμο). Οι φουκαράδες οι χελώνες, μετά από ένα λιγόλεπτο σοκ, βγάζουν τα κεφάλια και σιγά σιγά ντουγρού προς το “Αλτ”. Μέσα ο χορός έδινε και έπαιρνε. Βρίσκουν την εξώπορτα μισάνοιχτη και βουρ μέσα στο χορό. Το τι έγινε δεν περιγράφεται!
Γιάννης Ντισέλιας
Αυτό τα σαν ορόσημο λόγια θυμήθηκα, όταν επισκέφθηκα και την αγαπημένη μου πόλη τη Βέροια, μία από τις λίγες επισκέψεις μου σ’ αυτή, μια και ζω «ξενιτεμένος» για πάνω από σαράντα χρόνια. Η πιο σίγουρη επίσκεψη στη Βέροια είναι η μέρα των εκλογών, μια και απορρίψαμε πολλοί Βεροιώτες την ιδέα της μεταφοράς στον τόπο διαμονής μας των εκλογικών υποχρεώσεων, άσχετα αν δεν γνωρίζουμε τους τοπικούς νέους υποψήφιους, άσχετα αν δεν έχουμε ούτε ένα κεραμίδι δικό μας, άσχετα αν η πόλη που αφήσαμε μ’ αυτή που βλέπουμε τώρα διαφέρουν κατά πολύ.
Σκέφτηκα λοιπόν μήπως και γω είμαι δυο φορές Βεροιώτης, ίσως και παραπάνω; Το πόσο αγαπάμε τον βλογημένο αυτό τόπο το καταλαβαίνουν πιο πολύ οι λίγοι συμπατριώτες μας που συναντάμε στα μέρη που ζούμε, από τον τρόπο και τη διάθεση να τους εξυπηρετούμε να τους βοηθούμε και να τους διευκολύνουμε.
Άφησα το αυτοκίνητο στα Πευκάκια της Εληάς, κάπου αριστερά από το σπίτι του κ. Κριαρά, απέναντι από πολυκατοικίες. Χαζεύοντας, θυμήθηκα (αν θυμάμαι καλά) το γωνιακό σπίτι του δάσκαλου Οικονόμου, του βαμβακέμπορου κ. Τσιτιρίδη Σ., των Αδελφών Μπόζου και το παλαιό κέντρο Εληά με τις τζαμαρίες γύρω-γύρω, τα τόλ των στρατιωτικών, τον ωραίο κήπο, με την Μούσκουρη να τραγουδά και όλοι εμείς μικροί να κρυφοβλέπουμε και ν’ ακούμε τι θα πει ο Στέας.
Τότε το ξενοδοχείο Εληά στέγαζε την Μεραρχία του Ελλ. Στρατού. Μια χρονιά μικρός όντας περί τα έντεκα και δώδεκα ο ξάδερφός μου, ντυμένοι λιγουτσιάρηδες (ρουγκατζιάριδες) με κάμποσα κουδούνια στη μέση, στο στήθος και στη πλάτη και τον ντουρβά στον ώμο για τα σχετικά υποδεχούμενα (ξυλοκέρατα- σύκα- καρύδια κανένα μανταρίνι κλπ) κινήσαμε παραμονή των Φώτων για τα «Λιγουτσιάρης έρχητι, Γίναρης ζημιρώνει – Φραγκίτσα δώ – Φραγκίτσα κεί – Φραγκίτσα πάει στη βρύση κλπ». Κατά τις 10 το πρωί, φτάσαμε απέναντι από τη Μεραρχίας, στο σπίτι του ιατρού κ.Αντωνιάδου (γερό φιλοδώρημα). Μας άκουσε ένας αξιωματικός, ήρθε μας πήρε και μας πήγε στο πίσω μέρος του κτιρίου της Μεραρχίας, στο ισόγειο, όπου ήταν οι τηλεφωνητές με τα μανιατό και με μεγάλη κίνηση τηλεφωνημάτων. Μας δίνει εντολή και αρχίζουμε τα κάλαντα. Έγινε χαμός από τον θόρυβο. Αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε παράδες σε κέρματα, χωρίς τρύπα όμως, υπέρ αρκετούς.
Επιστρέφοντας στο πάρκιγκ του αυτοκινήτου σκέφτηκα να πάω να δω την Πέτρα (στροφή για Σαραντόβρυσες), ανταυτής βλέπω μια καλόγουστη ταβέρνα (πουθενά η ταβέρνα του κυρ Θανάση με τον Πλάτανο και τους μπαχτσεβαντζήδες να πίνουν τα ρακιά.
Στρίβω δεξιά να δω τον Άγιο Διονύση, αλλά μπερδεύτηκα λίγο. Το τεράστιο κονάκι του Στρούμτσα έγινε πολυκατοικία ο Άγιος μόλις φαίνεται, πιο πέρα, ευτυχώς, αναγνώρισα το σπίτι του απόστρατου τότε αξιωματικού κ.Τριγκώνη και απέναντι ένα ανακαινισμένο του κ. Πάνου. Προς τα δεξιά ο Αγ. Νικόλαος και διαβάζω «οδός Κοντογεωργάκη». Προχωρώ, αλλά κάτι με μπέρδεψε πάλι. Ρωτάω ένα παλικαράκι, “ποίο είναι το μέρος αυτό;” και απαντά “Πεζόδρομος”! Να πω ότι χάρηκα ή εξεπλάγην; Ξεφυσώντας, ψάχνω για το φούρνο και την ανηφόρα που έβγαζε στο σπίτι του Σκοινιώτη και πίσω από το Γυμνάσιο, αλλά κάτι διαφορετικό και δω! Προχωρώ να δω το Χάνι – Μπακάλικο του κυρ Μενέλαου του Παπαδήμα αλλά τίποτα. Ανηφορίζω την Κοντογεωργάκη προς τον «Χριστό» αλλά ούτε και κεί βρήκα το σπίτι του δάσκαλου Αγγελίδη. Κάνω τον σταυρό μου στον «Χριστό» και βλέπω βγαίνοντας στην Μητροπόλεως απέναντι δεξιά Τράπεζα και αριστερά ταξί και πίτσες. Ευτυχώς το Σταρ είναι στη θέση του και τα γλυκά του Κούσιου (τι πουτίγκες δεν έχουμε φάει εκεί).
Μπαίνω στον ιστορικό δρόμο (βλέπω τώρα – οδός Ιπποκράτους) όπου κινούνταν όλο το χρήμα της πόλης μας. Αριστερά ήταν ο φούρνος του κ. Πασβάντη, ο κυρ Πέτρος με τα σαμάρια, απέναντι τ’ αδέρφια Δημητρακάκη με καροποιείο, δίπλα οι Αφοί Μπαρμπαργύρη οι μαραγκοί και σιμά γωνιακά ο κυρ Λάκης ο Παπαϊωάννου με το μπακάλικό του. Απέναντι και πίσω από το σαμαράδικο δέσποζε το ξενοδοχείο “Όλυμπος” και στο ισόγειό του το ζυθεστιατόριο του κυρ Μανώλη του Ρέππα, όπου ακούγαμε τον γιατρό τον Κουτσιαντά, με την βροντερή φωνή του να κριτικάρει και να πολιτικολογεί με ένα ποτήρι καλό ρακί στο χέρι ενώ ο μπάρμπα Μανώλης πανύψηλος σαν Ολύμπιος να σιγοντάρει. Τώρα τίποτα σ’ αυτή τη θέση, ούτε έστω πολυκατοικία. Δεν προχώρησα πιο πάνω να δω τους μπαξεβάνηδες, Αφούς Καραντουμάνη, Σκούφια, το φούρνο του κ. Κυριατζάκη, τον φούρνο των Αφών Σερεμέτα, τα υπέροχα λουκούμια του δήμαρχου κυρ Αντώνη Κεμιντζέ.
Θυμήθηκα τον γυναικολόγο τον κ. Σόλωνα Αντωνιάδη καθισμένο σ’ ένα σαμάρι στην αυλή του σαμαράδικού του μπάρμπα Πέτρου Ζαμάνη να συζητά πότε σοβαρά, πότε αστεία μ’ όλους τους γύρω γείτονες μαγαζάτορες και τεχνίτες την ώρα της παύσης ή κοινής ησυχίας, που δεν είχε κίνηση. Ήταν δε αυτή η ώρα από τις τρεις μέχρι τις πέντε, σχεδόν καθημερινά.
Τα φορτηγά του Χατζή και του Κουτσιαντά φόρτωναν πίσω από το κρεοπωλείο του Κούσιου (ευτυχώς υπάρχει) τους τσιαπανήτες (προφανώς από το σιαπάν – πέρα από το ποτάμι) με τα ψώνια που έκαναν, για το νοικοκυριό τους στην Κόκουβα, στην Βόσουβα, στην Μπόστιαν, στο Ντράτσικο και αλλού.
Στρίβοντας δεξιά απ’ τον κυρ Λάκη τον Παπαϊωάννου το μπακάλικο, να η βρύση, υπάρχει ακόμη, αλλά δίπλα, το Χάνι και Πεταλουργείο των Αφών Καλιγά όχι, ούτε απέναντί του το Χάνι του μπάρμπα Στέργιου του Πλυχρονιάδη. Πόσα και πόσα μασλάτια ακούγονταν στη βρύση, όταν όλοι οι μαγαζάτορες με το μαστραπά στο χέρι, πήγαιναν να ξεδιψάσουν και να εκτονωθούν μετά, στα απόκρυφα μέρη, πίσω από τα ζωντανά μέσα στα Χάνια.
Προχωρώντας στην “Ιπποκράτους” απέναντι από το κρεοπωλείο ήταν οι Αφοί Μαζαράκη με τα υπέροχα τυροκομικά και δίπλα η ταβέρνα του κ. Ραντίδη, όπου μετά τον κάματο, ξαπόσταιναν όλοι οι πέριξ για ένα και στο πόδι (ρακί). Λιγομιλώντας ο ταβερνιάρης, πανύψηλος, όρθιος σαν να είναι έτοιμος για καυγά, σέρβιρε στις παρέες τα σχετικά μεζεκλίκια. Εμείς, μικρά παιδιά, γυροφέρναμε για να ακούσουμε κανένα μαντάτο, κανένα αστείο ή καμιά δεκάρα ή εικοσάρα, όταν κάποιον τον τελείωναν τα “χύμα” τσιγάρα και μας στέλνανε στο περίπτερο, δίπλα από το καφενείο τον κ. Σιάχα να τους εξυπηρετήσουμε.
Τι υπέροχοι άνθρωποι, τι ωραία μασλάτια, τι καλόγουστα Χνέρια. Θυμάμαι μερικούς από αυτούς. Ο δήμαρχος κ. Α. Κεμιντζές, ο κ. Γεωργουδάκης του ΟΤΕ, ο διευθυντής του Α΄Δημοτικού Σχολείου κ. Παρούσης, ομοίως ο κ. Αγγελίδης, ο απόστρατος κ. Τριγκώνης (πάντα πάνω στο γαϊδουράκι και στο “πόδι” το ρακί). Ο μποέμ της εποχής, αρτοποιός Πολυχρόνης, πάντα σικ ντυμένος “και στο πόδι” και αυτός, η δε πολυστολισμένη σα νύφη φοράδα του, πίσω του ακίνητη περιμένει το σύνθημα για να φύγουν.
Ιστορίες πάσης φύσεως από τον ράφτη κ.Παπαγιαννούλη, τον τυπογράφο κ. Νίκο Γιοβαννόπουλο, κάποια παρατήρηση για τους πολλούς μεζέδες, από τον κ. Θωμά τον Βλαχογιάννη.
Ένα ωραίο χνέρι που μου διηγήθηκε κάποτε ο κ. Γεωργουδάκης το μεταφέρω, με όση “σάλτσα” είχε βάλει ο ίδιος.
Ο Βλαχομαχαλάς του Αη Γιώργη δεν είχε βρύση δημόσιας χρήσης, όπως αλλού, κι ο κόσμος έπαιρνε νερό από μακριά, από άλλες βρύσες. Έτσι, λοιπόν, μια επιτροπή πήγε στον Δήμαρχο και του’ πε το παράπονο και αίτημα ταυτόχρονα. Ο κυρ Δήμαρχος άκουσε το αίτημα και τους υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Φεύγει η επιτροπή, φωνάζει ο Δήμαρχος τον υπεύθυνο των νερών, τον ρωτά αν είναι δυνατή η κατασκευή και παίρνει καταφατική απάντηση. Φωνάζει την επιτροπή και λέει ότι η βρύση θα γίνει κάτω από το σπίτι του κ. Ψιψίκα, με κουπάνα, για να ποτίζονται και τα ζωντανά, αλλά θα πρέπει να κάνουν ένα υπερύψωμα, για τα εγκαίνια και να βγάλει λόγο. Γι’ αυτό να μαζέψουν όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Φεύγει η επιτροπή, πάει στο μαχαλά του Αη Γιώργη, του Αη Νικόλα, του Αη Σπυρίδωνα, στη Μπουμπόλη και λέει τα ευχάριστα. Όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία τη μέρα των εγκαινίων.
Λίγες μέρες νωρίτερα, βγαίνουν οι δύο κήρυκες της Δημαρχίας (ντελάληδες) με τη σφυρίχτρα στο στόμα, στο καφενείο των Αφών Μπαζάκα στον Αγι Αντώνη, στο εστιατόριο του κ. Τσιαλέρα, στα καφενεία στα δύο Πλατάνια, και πιο πάνω στον ένα Πλάτανο (ευτυχώς κάτι σώζεται από τον ιστορικό αυτό πλάτανο) και αλλού και ανακοινώνουν το νέο.
Πράγματι, φτάνει η μέρα και η ώρα, κόσμος παραπάνω από αυτούς που περίμενε ο Δήμαρχος, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ανοίγει η βρύση, πίνουν νερό.
Ανεβαίνει ο κυρ Δήμαρχος στο υπερυψωμένο μέρος για να μιλήσει, βγάζει το χαρτί και αρχίζει να λέει, να λέει… Πίσω του ακριβώς, δύο Βλάχες με τα χέρια κάτω από τις κεντημένες ποδιές και τ’ άσπρα χρυσοκέντητα τσεμπέρια στο κεφάλι, τον άκουγαν με προσοχή και κάποια στιγμή λέει η μία στην άλλη: «Κάρι ιάστι έστου τσε ζπουράστι αχ(ού)ντου μούλτου;» (Ποιος είναι αυτός που μιλάει τόσο πολύ ή τόση ώρα;) και απαντά η άλλη: «νου σπίου, κάρι ιάστι, μα στίι τσε μούλτου μπιά;» (Δεν ξέρω ποιος είναι, μα ξέρεις τι πότης είναι;). Ο κυρ Δήμαρχος, γνώστης της βλάχικης τ’ ακούει, κοκκινίζει (ήταν ροδοκόκκινος εκ του φυσικού του), τελειώνει άρον-άρον, χειροκροτείται και χωρίς να καταλάβει κανείς το λόγο φεύγει. Το απόβραδο, στου Ραντίδη, η καζούρα πήγε σύννεφο. Φανταστείτε το δούλεμα των άσπονδων φίλων.
Περπατώντας τον ίδιο δρόμο, θυμήθηκα δεξιά απέναντι απ’ του Ραντίδη, το μπακάλικο του Καρακωστή, πιο κάτω το μαγαζί του κυρ Θωμά του Βλαχογιάννη με το γλυκάνισο στα τσουβάλια, να μοσχοβολά τον τόπο, και αριστερά γωνία του κ. Μπουσμαλή, τώρα ρουχάδικο, τότε το ζαχαροπλαστείο του κ. Μπουσμαλή με τα υπέροχα σερμπετιαστά.
Απέναντι ήταν το Ραφείο κ. Στέργιου Παπαδημητρίου (Γούσιας) αριστερά και δεξιά τα σιδηρικά του Σεραφείμ. Άλλη μία ιστορική γειτονιά αυτή, η λεγόμενη του Γεωργαλή. Σ’ αυτήν τη γειτονιά με το φαρμακείο επί της κεντρικής, το εμπορικό με λάδια των Αφών Στρούμτσα πίσω και το τσαγκάρικο του κ. Χάρη, οι μπογιές του κ. Βαφείδη, τα σπόρια του κυρ Τάσου, οι Αφοί Λιούσα με το τενεκετζίδικο, η ταβέρνα του Λύκνα και πιο κάτω η Λαϊκή Αγορά (τώρα Δημοτική) με το Συντριβάνι στη μέση, τις ψαροταβέρνες αριστερά, όπου η προσφυγιά στα Ελληνικά ή στα Τούρκικα έλεγε και έκλαιγε τραγουδώντας τα δεινά της τρομερής καταστροφής της Μ. Ασίας. Πιο κάτω το “Αλτ”, χάι κέντρο και ο σινεμάς Πάνθεον του κ. Πυλορώφ.
Είχα ακούσει μία ιστορία (χουνέρι), που έπαιξε η κομπανία των μαγαζάτορων της γειτονιάς του Γιωργαλή. Και εκεί, μετά τις τρεις ως τις πέντε, το τάβλι έδινε και έπαιρνε στα πεζοδρόμια μεταξύ του Γούσια και του Χάρη, του Βαφείδη και του κυρ Τάσου, του Λιούσα και των άλλων. Την ώρα του τάβλι (δύο παίζαν – είκοσι βλέπαν) περνά ένας γύφτος με το κάρο, τον σταματάει ο πιο χουνερτζής (όνομα δε λέω) και τον λέει ότι τον ψάχνει ο φαρμακοποιός. “Τι με θέλει ρε;” ρωτάει ο γύφτος. “Να μαζέψεις χελώνες για να κάνει φάρμακο και να γιάννει τον κόσμο” του απαντά “και θα πληρωθείς καλά” συμπληρώνει. Υπ’ όψιν ότι ο φαρμακοποιός ήταν παρών , αλλά δεν μιλούσε. Φεύγει ο γύφτος και πέφτει το πολύ γέλιο. Ήταν οι μέρες δε των Αποκριών.
Την Τσικνοπέμπτη το βράδυ είχε χορό στο “Αλτ” όπου οι λεφτάδες της πόλης ξέδιδαν λίγο πιο ευρωπαϊκά, ενώ οι υπόλοιποι τα έδιναν όλα, στου Λύχνα με ζουρνάδες, στο Ηλύσια με Χάλκινα και αλλού.
Σουρούπωμα της Τσικνοπέμπτης λοιπόν, νάσου ο γύφτος με το κάρο του και κάτι τσουβάλια επάνω. Κατεβαίνει, φωνάζει τον χουνερτζί μας τσαγκάρη να έλθει στο κάρο. Πηγαίνει αυτός και τον ρωτάει τι θέλει. Του λέει ο γύφτος ότι έφερε τις χελώνες και να φωνάξει τον φαρμακοποιό για να τις αγοράσει. Κιτρίνισε ο δικός μας, πρασίνισε, έξυσε το κεφάλι του και φεύγει προς το φαρμακείο. Μετά από λίγο έρχεται με τον φαρμακοποιό, ο οποίος πλησιάζει το κάρο, ανοίγει ένα τσουβάλι, πιάνει μια χελώνα στο χέρι, την γυρνάει από δω, την στρίβει από κει, βάζει τα «κοντά» γυαλιά του, αναποδογυρίζει την χελώνα, την μυρίζει και λέει του γύφτου ότι δεν είναι η ράτσα που θέλει. Τότε ο κάτοχος των συμπαθητικών και άβλαβων ζωντανών, τσαντισμένος αρπάζει ένα ένα τα σουβάλια και τα αδειάζει στον τζιντέ (δρόμο). Οι φουκαράδες οι χελώνες, μετά από ένα λιγόλεπτο σοκ, βγάζουν τα κεφάλια και σιγά σιγά ντουγρού προς το “Αλτ”. Μέσα ο χορός έδινε και έπαιρνε. Βρίσκουν την εξώπορτα μισάνοιχτη και βουρ μέσα στο χορό. Το τι έγινε δεν περιγράφεται!
Γιάννης Ντισέλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου