Το τραγούδι «Παίρνει νου Μάρτης δώδικα κι Απρίλης, δικαπέντι κι τα κουπάδια κίνησαν» ήταν το σύνθημα για εκκίνηση των κοπαδιών από τα χειμαδιά στα ωραία χωριά του Βερμίου, Ξηρολίβαδο-Σέλι και στις απιθάνως ωραίες αλπικές τοποθεσίες, Αγκάθι-Όμορφο Σιδεράκι-Ωραίο Καρά Τσιαϊρ, Σαλαμνί, Κορέα, Τεκές, Κουζλούκι και αλλού.
Τα τσελιγκάτα περνούσαν τον καιρό τους στους άγριους προπολεμικούς χειμώνες γύρω από το Ζερβοχώρι, τη Βραχιά (Καϊλί), την Σίνδο (Τεκελί), την Παλιουνέστιανη (Παλιόστανη), του Κούκο, την Τούζλα (Αλυκές) και αλλού.
Την άνοιξη, μετά τον Αη Γιώργη, πρώτα ανέβαιναν στα βουνά τα «συνεργεία» για να ετοιμάσουν τα καλύβια, τα μπατζιά και το νοικοκυριό των τσομπαναραίων και μετά από λίγες μέρες ακολουθούσε το φαλκάρι (τσελιγκάτο) με τα γυναικόπαιδα το βιό φορτωμένο στα μουλάρια και τ’ άλογα των κυρατζήδων και τα κοπάδια χωριστά-χωριστά, στέρφα-γαλάρια κλπ. Ο Αρχιτσέλιγκας πολλές φορές έφευγε αργότερα για να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες, χωραφιών, ενοικίων χειμαδιών «και λοιπά».
Το περιστατικό, πραγματικό, έγινε την δεκαετία του 1880-1900, πολύ πριν τον ερχομό των προσφύγων.
Ξεκινά το φαλκάρι του Καραβίδα (Μήτρη) με τις οικογένειες Καραφούσια- Καρανάσιου- Κουτσιόφτη- Καπράρα- Τσιαπάρα, Τουσιάκη (Τόσκα) και άλλων. Η ακολουθούμενη πορεία του ήτο από τον Κούκο και τα πέριξ αυτού όμορφα χειμαδοχώρια, τον ανήφορο με κατεύθυνση το Χάντοβο (Πολύμυλος Κοζάνης και από κει στην ακρολίμνη (τώρα κάμπος προσοδοφόρος και σταθμός ΔΕΗ Αγίου Δημητρίου), τον ανήφορο από την τωρινή Ακρινή, το τωρινό Παρχάρ και διασκορπισμός στην Σαλαμνί, στην Πλαλήστρα, Στουρνάρι και αλλού.
Ο κάμπος μετά το Χάντοβο κατοικούνταν τότε από του Κόνιαρους (Χριστιανοί που απ’ την φτώχεια άλλαξαν πίστη και ασπάστηκαν το Ισλάμ) που δεν ήταν αρεστοί ούτε στους Χριστιανούς ούτε και οι Τούρκοι τους είχαν εμπιστοσύνη. Το κύριο επάγγελμά τους ήταν η ζητιανιά και η κλεψιά. Είχαν σκαρώσει ένα ωραίο κόλπο κάθε άνοιξη. Σκάβανε μικρούς λάκους αραιά-αραιά, τους σκέπαζαν με τσαλιά και κρύβονταν στις πλαγιές. Περνώντας τα κοπάδια, πού και πού έπεφτε και κανένα πρόβατο στο λάκκο μια και τα κοπάδια αριθμούσαν τα 2 εώς 3 χιλιάδες ζωντανά σε σύνολο. Μετά το πέρασμα των κοπαδιών, κατέβαιναν οι κόνιαροι, έπαιρναν τα εγκλωβισμένα ζωντανά και έτσι εξοικονομούσαν το ωραίο φρέσκο κρέας, ειδικά αν έπεφτε κανένα ζυγούρι. Πού να φανταστούν οι κεχαγιάδες πού οφείλεται η απώλεια, όταν φτάνοντας στα βουνά έκαναν καταμέτρηση.
Εκείνη τη χρονιά, ο μπαμπάς του τσαγκάρη του Σελιού του Λαλά Τούσια Τουσιάκη ή Τόσκα, ο Νασιούλης, ένας άντρας που δεν ήξερε τι θα πει φόβος και η ηράκλεια δύναμή του ήταν γνωστή σ’ όλο το τσελιγκάτο, οδηγούσε το κοπάδι με τα γαλάρια, μαζί με το γιο του και δύο άλλα ανίψια του. Περήφανος όντας είχε στολίσει το γκισέμι του με ωραία χαϊμαλιά και κουδούνια με ξεχωριστό ήχο. Το σούρουπο, το τελευταίο κοπάδι του τσελιγκάτου, τα γαλάρια, ανηφόριζε αφήνοντάς τον κάμπο του Ντορταλί (Τετράλοφος), αλλά και τον Λαλά Νασιούλη άναυδο, γιατί δεν άκουγε το γκισεμί του. Λέει στα παιδιά «τραβάτε σεις τον ανήφορο και θα’ ρθω σε λίγο». Κατηφορίζει προς τον κάμπο και αφουγκράζεται πέριξ. Κάπου ακούει τον ήχο του γκισεμιού, τρέχει και βρίσκει μια τρύπα. Χώνεται μέσα στην τρύπα, αγκαλιάζει το ζωντανό για να το ηρεμήσει και περιμένει. Ξαφνικά ακούει κάτι να ρουπουτάει (θόρυβος) από πάνω και να, μες την νύχτα προβάλει από πάνω μία σκιά με φόντο το φεγγάρι, η οποία σκύβει. Αμέσως ο Λάλα Νασιούλης αρπάζει από τα μαλλιά τον κόνιαρο και με την λεπτή κάμα που είχε πάντα στη μέση του, κόβει το κεφάλι, όπως απλά κάποιος θα έκοβε ένα καρότο στην μέση.
Βγάζει το γκισέμι από το λάκκο, το φορτώνεται και λαγός, φτάνει το κοπάδι λίγο πιο κάτω από το Παρχάρ.
Από κείνη την άνοιξη και στην συνέχεια, οι απώλειες στα κοπάδια μηδενίστηκαν.
Γιάννης Ντισέλιας
Τα τσελιγκάτα περνούσαν τον καιρό τους στους άγριους προπολεμικούς χειμώνες γύρω από το Ζερβοχώρι, τη Βραχιά (Καϊλί), την Σίνδο (Τεκελί), την Παλιουνέστιανη (Παλιόστανη), του Κούκο, την Τούζλα (Αλυκές) και αλλού.
Την άνοιξη, μετά τον Αη Γιώργη, πρώτα ανέβαιναν στα βουνά τα «συνεργεία» για να ετοιμάσουν τα καλύβια, τα μπατζιά και το νοικοκυριό των τσομπαναραίων και μετά από λίγες μέρες ακολουθούσε το φαλκάρι (τσελιγκάτο) με τα γυναικόπαιδα το βιό φορτωμένο στα μουλάρια και τ’ άλογα των κυρατζήδων και τα κοπάδια χωριστά-χωριστά, στέρφα-γαλάρια κλπ. Ο Αρχιτσέλιγκας πολλές φορές έφευγε αργότερα για να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες, χωραφιών, ενοικίων χειμαδιών «και λοιπά».
Το περιστατικό, πραγματικό, έγινε την δεκαετία του 1880-1900, πολύ πριν τον ερχομό των προσφύγων.
Ξεκινά το φαλκάρι του Καραβίδα (Μήτρη) με τις οικογένειες Καραφούσια- Καρανάσιου- Κουτσιόφτη- Καπράρα- Τσιαπάρα, Τουσιάκη (Τόσκα) και άλλων. Η ακολουθούμενη πορεία του ήτο από τον Κούκο και τα πέριξ αυτού όμορφα χειμαδοχώρια, τον ανήφορο με κατεύθυνση το Χάντοβο (Πολύμυλος Κοζάνης και από κει στην ακρολίμνη (τώρα κάμπος προσοδοφόρος και σταθμός ΔΕΗ Αγίου Δημητρίου), τον ανήφορο από την τωρινή Ακρινή, το τωρινό Παρχάρ και διασκορπισμός στην Σαλαμνί, στην Πλαλήστρα, Στουρνάρι και αλλού.
Ο κάμπος μετά το Χάντοβο κατοικούνταν τότε από του Κόνιαρους (Χριστιανοί που απ’ την φτώχεια άλλαξαν πίστη και ασπάστηκαν το Ισλάμ) που δεν ήταν αρεστοί ούτε στους Χριστιανούς ούτε και οι Τούρκοι τους είχαν εμπιστοσύνη. Το κύριο επάγγελμά τους ήταν η ζητιανιά και η κλεψιά. Είχαν σκαρώσει ένα ωραίο κόλπο κάθε άνοιξη. Σκάβανε μικρούς λάκους αραιά-αραιά, τους σκέπαζαν με τσαλιά και κρύβονταν στις πλαγιές. Περνώντας τα κοπάδια, πού και πού έπεφτε και κανένα πρόβατο στο λάκκο μια και τα κοπάδια αριθμούσαν τα 2 εώς 3 χιλιάδες ζωντανά σε σύνολο. Μετά το πέρασμα των κοπαδιών, κατέβαιναν οι κόνιαροι, έπαιρναν τα εγκλωβισμένα ζωντανά και έτσι εξοικονομούσαν το ωραίο φρέσκο κρέας, ειδικά αν έπεφτε κανένα ζυγούρι. Πού να φανταστούν οι κεχαγιάδες πού οφείλεται η απώλεια, όταν φτάνοντας στα βουνά έκαναν καταμέτρηση.
Εκείνη τη χρονιά, ο μπαμπάς του τσαγκάρη του Σελιού του Λαλά Τούσια Τουσιάκη ή Τόσκα, ο Νασιούλης, ένας άντρας που δεν ήξερε τι θα πει φόβος και η ηράκλεια δύναμή του ήταν γνωστή σ’ όλο το τσελιγκάτο, οδηγούσε το κοπάδι με τα γαλάρια, μαζί με το γιο του και δύο άλλα ανίψια του. Περήφανος όντας είχε στολίσει το γκισέμι του με ωραία χαϊμαλιά και κουδούνια με ξεχωριστό ήχο. Το σούρουπο, το τελευταίο κοπάδι του τσελιγκάτου, τα γαλάρια, ανηφόριζε αφήνοντάς τον κάμπο του Ντορταλί (Τετράλοφος), αλλά και τον Λαλά Νασιούλη άναυδο, γιατί δεν άκουγε το γκισεμί του. Λέει στα παιδιά «τραβάτε σεις τον ανήφορο και θα’ ρθω σε λίγο». Κατηφορίζει προς τον κάμπο και αφουγκράζεται πέριξ. Κάπου ακούει τον ήχο του γκισεμιού, τρέχει και βρίσκει μια τρύπα. Χώνεται μέσα στην τρύπα, αγκαλιάζει το ζωντανό για να το ηρεμήσει και περιμένει. Ξαφνικά ακούει κάτι να ρουπουτάει (θόρυβος) από πάνω και να, μες την νύχτα προβάλει από πάνω μία σκιά με φόντο το φεγγάρι, η οποία σκύβει. Αμέσως ο Λάλα Νασιούλης αρπάζει από τα μαλλιά τον κόνιαρο και με την λεπτή κάμα που είχε πάντα στη μέση του, κόβει το κεφάλι, όπως απλά κάποιος θα έκοβε ένα καρότο στην μέση.
Βγάζει το γκισέμι από το λάκκο, το φορτώνεται και λαγός, φτάνει το κοπάδι λίγο πιο κάτω από το Παρχάρ.
Από κείνη την άνοιξη και στην συνέχεια, οι απώλειες στα κοπάδια μηδενίστηκαν.
Γιάννης Ντισέλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου