Πριν από αρκετές δεκαετίες, σ’ ένα όμορφο και ήσυχο χωριό, στον κάμπο κάτω από την Νιάουστα, του οποίου οι κάτοικοι ήταν ντόπιοι, ομιλούντες το γνωστό τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, χειμάδιαζε ένας Βλαχοτσέλιγκας ,κανά χιλιόμετρο πιο έξω. Είχε τις καλύβες του σ’ ένα ύψωμα, για να μπορεί να έχει οπτική εικόνα των βοσκολίβαδων και των ζωντανών του. Είχε όμως ο ίδιος ένα χούι, που ήταν πολύ διαδεδομένο τα χρόνια εκείνα. Του άρεσε η οποιαδήποτε κλεψιά. Ηδονίζονταν να κλέβει, έστω κι αν δεν τα χρειαζότανε.
Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, φιλήσυχοι και καλοί νοικοκυραίοι, ασχολούνταν με τη γεωργία και τα κατοικίδια (γελάδια – γουρουνάκια – κότες – πάπιες – κατσικάκια).
Μία μέρα, φεύγοντας ο τσέλιγκας από το καφενείο του χωριού, με τη σκαλιστή γκλίτσα στο χέρι, την κεντημένη και όμορφη κάπα στον ώμο, το κατσιούλι στα ψαρά μαλλιά, παρατηρεί στην αυλή ενός σπιτιού μία γουρούνα, πάνω από εκατό οκάδες. (Υπόψη ότι τα σπίτια τότε είχαν πολύ μεγάλες αυλές και ήταν αραιά το ένα από το άλλο κτισμένα).
Εποχιακά βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Πάει λοιπόν ο κεχαγιάς μας στα καλύβια του και καλεί τα ικανά για τέτοια χουσμέτια παλικαράκια, για να καταστρώσουν το σχέδιο αρπαγής της ωραίας και παχιάς γουρούνας. Μετά από πολλές συζητήσεις και γνώμες, βρήκε το σχέδιο και το βράδυ (κρύο – χιόνι – πάγος), η επίλεκτη ομάδα, μέχρι να πεις κύμινο, έφερε τη λεγάμενη σφαγμένη.
Το πρωί, ο κάτοχος και σύμφωνα με το νόμο, σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε να ταΐσει τα ζωντανά του, αλλά δε βλέπει πουθενά τη γουρούνα. Αφού “έφαγε” όλον τον τόπο στο ψάξιμο και όλο το χωριό, με προτροπή και των συγχωριανών του, πάει στο Σταθμό Χωροφυλακής και καταγγέλλει το γεγονός. Μετά από πολλές ερωτήσεις, συσκέψεις και ανακρίσεις διάφορων ατόμων του χωριού, ο Σταθμάρχης αποφάσισε να πάει και στα Κονάκια. Παίρνει το απόσπασμα και ξεκινά, μπας και βρει τον ένοχο.
Ο τσέλιγκας αγνάντευε από ψηλά κατά το χωριό, υποψιαζόμενος τα μελλούμενα. Μόλις είδε ότι κάτι ξεκινά από το χωριό, δίνει το σύνθημα και αρχίζει το δεύτερο σκέλος του σχεδίου. Στη μεγάλη καλύβα, σ΄ ένα κασόνι δύο επί μισό μέτρο, από σανίδες χοντρές, ξαπλώνουν τη γδαρμένη γουρούνα, τη σκεπάζουν με μία μπλάνα (ασήκωτη χοντρή σανίδα) και ρίχνουν από πάνω ένα κάτασπρο κεντημένο σεντόνι.
Βάζουν κι ένα γκαζοτενεκέ στην κορφή και ανάβουν μερικά μεγάλα κεριά. Κάθονται γύρω – γύρω κάμποσες γριές του συναφιού με ό,τι πιο μαύρο φόρεμα και τσεμπέρια είχαν.
Μόλις έφτασε το απόσπασμα στα καλύβια, άρχισε η “χορωδία” τα μοιρολόγια στα βλάχικα. Ο τσέλιγκας καθισμένος σ’ ένα σκαμνί και πιο μακριά από την καλύβα της “χορωδίας”, με παρέα τους ηλικιωμένους του κονακιού, κάπνιζε το τσιμπούκι του και κοιτούσε τα τσαρούχια του.
Ούτε που σήκωσε το κεφάλι του, όταν ο Σταθμάρχης του είπε “Καλημέρα κεχαγιά”. “Γεια σου” του απαντά βαρετά. “Τι θέλεις τέτοια κακιά ώρα εδώ;”
Ακούγοντας ο Σταθμάρχης τα μοιρολόγια, του εξιστορεί το συμβάν και το ότι υποπτεύεται ότι κάποιος από το κονάκι έκανε την κλεψιά.
Ξαφνικά σηκώνεται όρθιος ο πανύψηλος τσέλιγκας, πετάει το τσιμπούκι κάτω, βρίζει στα ντόπια, γιατί τα ήξερε πολύ καλά και λέει στον Σταθμάρχη στα Ελληνικά: “Δεν αντρέπεσαι καπιτάνιε μ’να λες τέτοια, ιδώ ιμείς χάσαμι αύξαφνα ψες του βράδυ παλκάρι δικαουχτώ χρουνό κι θα σκιφτούμι να κάνουμι τέτοιου πράμα; Σι αλιπούμι κι αν δεν μι πιστεύς, να σέρθουν κι σένα τέτοια κακά σαν του δικό μας στην καλύβα. Άκου αρέ τα μοιριουλόγια απού κει” και δείχνει την μεγάλη καλύβα με τον “νεκρό”.
Τ’ άκουγε τα μοιρολόγια ο καημένος ο Σταθμάρχης, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα, γιατί ήταν στο βλάχικο ιδίωμα. Βγάζει το πηλίκιο, δίνει τα συλλυπητήρια στον κεχαγιά και δίνει εντολή στο απόσπασμα να επιστρέψουν στο χωριό.
Τι λέγανε, τώρα, τα μοιρολόγια σε μετάφραση στα Ελληνικά:
“Τι μας ήρθαν και αυτοί τέτοια ώρα
και δεν μπορούμε να βγάλουμε τη γουρούνα έξω.
Τι δεν παίρνουν δρόμο αυτοί
να κρεμάσουμε τη γουρούνα στο τσιγκέλι.
Μα αν πάρουν την κατηφόρα
θα βάλουμε τη λίγδα στην γκαζίνα (τενεκέ)
Τι κρέας θα φάμε
και τι τραγούδια θα πούμε.”
Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού, φιλήσυχοι και καλοί νοικοκυραίοι, ασχολούνταν με τη γεωργία και τα κατοικίδια (γελάδια – γουρουνάκια – κότες – πάπιες – κατσικάκια).
Μία μέρα, φεύγοντας ο τσέλιγκας από το καφενείο του χωριού, με τη σκαλιστή γκλίτσα στο χέρι, την κεντημένη και όμορφη κάπα στον ώμο, το κατσιούλι στα ψαρά μαλλιά, παρατηρεί στην αυλή ενός σπιτιού μία γουρούνα, πάνω από εκατό οκάδες. (Υπόψη ότι τα σπίτια τότε είχαν πολύ μεγάλες αυλές και ήταν αραιά το ένα από το άλλο κτισμένα).
Εποχιακά βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Πάει λοιπόν ο κεχαγιάς μας στα καλύβια του και καλεί τα ικανά για τέτοια χουσμέτια παλικαράκια, για να καταστρώσουν το σχέδιο αρπαγής της ωραίας και παχιάς γουρούνας. Μετά από πολλές συζητήσεις και γνώμες, βρήκε το σχέδιο και το βράδυ (κρύο – χιόνι – πάγος), η επίλεκτη ομάδα, μέχρι να πεις κύμινο, έφερε τη λεγάμενη σφαγμένη.
Το πρωί, ο κάτοχος και σύμφωνα με το νόμο, σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε να ταΐσει τα ζωντανά του, αλλά δε βλέπει πουθενά τη γουρούνα. Αφού “έφαγε” όλον τον τόπο στο ψάξιμο και όλο το χωριό, με προτροπή και των συγχωριανών του, πάει στο Σταθμό Χωροφυλακής και καταγγέλλει το γεγονός. Μετά από πολλές ερωτήσεις, συσκέψεις και ανακρίσεις διάφορων ατόμων του χωριού, ο Σταθμάρχης αποφάσισε να πάει και στα Κονάκια. Παίρνει το απόσπασμα και ξεκινά, μπας και βρει τον ένοχο.
Ο τσέλιγκας αγνάντευε από ψηλά κατά το χωριό, υποψιαζόμενος τα μελλούμενα. Μόλις είδε ότι κάτι ξεκινά από το χωριό, δίνει το σύνθημα και αρχίζει το δεύτερο σκέλος του σχεδίου. Στη μεγάλη καλύβα, σ΄ ένα κασόνι δύο επί μισό μέτρο, από σανίδες χοντρές, ξαπλώνουν τη γδαρμένη γουρούνα, τη σκεπάζουν με μία μπλάνα (ασήκωτη χοντρή σανίδα) και ρίχνουν από πάνω ένα κάτασπρο κεντημένο σεντόνι.
Βάζουν κι ένα γκαζοτενεκέ στην κορφή και ανάβουν μερικά μεγάλα κεριά. Κάθονται γύρω – γύρω κάμποσες γριές του συναφιού με ό,τι πιο μαύρο φόρεμα και τσεμπέρια είχαν.
Μόλις έφτασε το απόσπασμα στα καλύβια, άρχισε η “χορωδία” τα μοιρολόγια στα βλάχικα. Ο τσέλιγκας καθισμένος σ’ ένα σκαμνί και πιο μακριά από την καλύβα της “χορωδίας”, με παρέα τους ηλικιωμένους του κονακιού, κάπνιζε το τσιμπούκι του και κοιτούσε τα τσαρούχια του.
Ούτε που σήκωσε το κεφάλι του, όταν ο Σταθμάρχης του είπε “Καλημέρα κεχαγιά”. “Γεια σου” του απαντά βαρετά. “Τι θέλεις τέτοια κακιά ώρα εδώ;”
Ακούγοντας ο Σταθμάρχης τα μοιρολόγια, του εξιστορεί το συμβάν και το ότι υποπτεύεται ότι κάποιος από το κονάκι έκανε την κλεψιά.
Ξαφνικά σηκώνεται όρθιος ο πανύψηλος τσέλιγκας, πετάει το τσιμπούκι κάτω, βρίζει στα ντόπια, γιατί τα ήξερε πολύ καλά και λέει στον Σταθμάρχη στα Ελληνικά: “Δεν αντρέπεσαι καπιτάνιε μ’να λες τέτοια, ιδώ ιμείς χάσαμι αύξαφνα ψες του βράδυ παλκάρι δικαουχτώ χρουνό κι θα σκιφτούμι να κάνουμι τέτοιου πράμα; Σι αλιπούμι κι αν δεν μι πιστεύς, να σέρθουν κι σένα τέτοια κακά σαν του δικό μας στην καλύβα. Άκου αρέ τα μοιριουλόγια απού κει” και δείχνει την μεγάλη καλύβα με τον “νεκρό”.
Τ’ άκουγε τα μοιρολόγια ο καημένος ο Σταθμάρχης, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα, γιατί ήταν στο βλάχικο ιδίωμα. Βγάζει το πηλίκιο, δίνει τα συλλυπητήρια στον κεχαγιά και δίνει εντολή στο απόσπασμα να επιστρέψουν στο χωριό.
Τι λέγανε, τώρα, τα μοιρολόγια σε μετάφραση στα Ελληνικά:
“Τι μας ήρθαν και αυτοί τέτοια ώρα
και δεν μπορούμε να βγάλουμε τη γουρούνα έξω.
Τι δεν παίρνουν δρόμο αυτοί
να κρεμάσουμε τη γουρούνα στο τσιγκέλι.
Μα αν πάρουν την κατηφόρα
θα βάλουμε τη λίγδα στην γκαζίνα (τενεκέ)
Τι κρέας θα φάμε
και τι τραγούδια θα πούμε.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου