Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Γεωργαλή Μαχαλάς... από τον Γιάννη Ντισέλια

Αν και βλαχάκι, μεγάλωσα σε βεροιώτικη γειτονιά, πίσω από την τότε Λαϊκή Αγορά και τώρα Δημοτική. Θυμάμαι τις οικογένειες και τα παιδιά που παίζαμε, αλλά μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα σε ηλικία.
Ήταν: η οικογένεια Βαρακλή με τους Κώστα, Τάκη, Φώτη, Τάσο (νομίζω ότι ζει στον Καναδά), η οικογένεια Γκαγκάνη με τους Γιώργο, Τόλη, Νϊκο (στην Αυστραλία και οι τρεις) και Ντόνα (είναι εδώ), η οικογένεια Ακριβόπουλου με τους Στέφανο (στην Θεσσαλονίκη) και Φίλιππο (εδώ), η οικογένεια Ζάννου με τους Μιχάλη και Γιάννη, η οικογένεια Μπαρμπαρούση με τον Γιάννη, η οικογένεια Ζαμάνη με τον Γιάννη, ο Γυναικολόγος Γιώργος Τσιάνος ή Πράπας, ο Τάκης ο Νικολαϊδης που ζει στην Αυστρία, ο Δήμος ο Μαζαράκης (μας έφυγε νωρίς, γιατί ρε Δήμο;), τα αδέλφια Σιμόπουλοι (πάρα πολλοί) όπως και του Καρατζόγλου, ο Φώτης ο Πιστοφίδης (γιατρός στη Σαλονίκη), ο Χασιούρας ο λογιστής, ο Κάτζαρος (γιατρός στην Καρδίτσα) και άλλοι. Τι ωραία γειτονιά!
Στην αλάνα ή μαχαλά παίζαμε συνήθως μπάλα, πότε οι μεγάλοι, πότε οι μικροί. Γινότανε συναγωνισμός με το μαχαλά του Τζαμί, που ζούσαν ο Βασίλης Δέλιος (δικηγόρος), ο Θανάσης Μπιζέτας (δικηγόρος), τ’ αδέρφια του, οι Πεντεφουνταίοι, ο Μπουσουλέγκας ο Νίκος (τώρα Πατήρ Παντελεήμων) στη Μονή Διονυσίου στο Αγ. Όρος, ο Κουκουτέγος ο Στέργιος (Θεσσαλονίκη), οι άλλοι Μπιζέτα και άλλοι.
Όταν παίζαμε σκλέντσα ή τσιλίκ-τσιουμάκ ξεκινούσαμε από το μαχαλά, στο ξυλουργείο του Κίμωνα του Ζάννου και φτάναμε κάτω στου Παπά του Ραφαηλίδη, εκεί που είναι τώρα η Γέφυρα για Προμηθέα.
Τους Ιούνηδες, μετά το φαγητό το μεσημέρι, πού όρεξη για διάβασμα, αφού τελείωναν και οι σχολικές περίοδοι. Φεύγαμε όλοι μαζί για την μπάλτα των Αφών Ρήγα στο Λιανοβρόχι. Βουτιές, μακροβούτια, παιχνίδια. Άλλες φορές κατηφορίζαμε για τις Σαραντόβρυσες, όταν σουρούπωνε. Ανεβαίναμε στις κερασιές, όπου τρώγαμε τα κεράσια με τόση όρεξη, ώστε μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, άστα να πάνε.
Όταν άνοιγε ο θερινός Σταρ του Θωμά του Βλαχογιάννη, ακόμα το έχουν τα παιδιά του, Γιώργος και Ριχάρδος (άρε συμμαθητάρα), πηγαίναμε, μικροί όντες και συνήθως ανάργυροι, απέναντι στο Γυμνάσιο (νυν και αεί Διοικητήριο), σκαρφαλώναμε στον τοίχο για να δούμε τζαμπέ κανά έργο. Θυμάμαι, στο Ελληνικό έργο «Ματωμένα Χριστούγεννα», μικρός εγώ, είχα σκαρφαλώσει στη κορφή του τοίχου, που είχε και αγκαθωτό σύρμα. Έρχεται από μέσα από το Γυμνάσιο ο παιδονόμος ο Ξυλαπετσίδης (τον θυμάστε;) με μία μαγκούρα και από το φόβο μου να ξεφύγω το ξύλο πήδηξα προς το δρόμο. Σκάλωσα όμως το φρύδι στο αγκαθωτό σύρμα. Το κομμένο φρύδι μου θυμίζει τη λαχτάρα μου εκείνη, εδώ και δεκάδες χρόνια.
Όταν παίζαμε στο μαχαλά μπάλα, η θεία Σοφία (θεία Τσόφα) με τον κύρη της, μπάρμπα Γιώργο από το Κουμανίτς, πολλές φορές ενοχλούνταν και μας κυνηγούσαν, μιλώντας ποντιακά, από κείνους δε, έμαθα μερικά καφτά λόγια στην Ποντιακή. Κάθε Τρίτη γινόταν το παζάρι της Βέροιας, η Λαϊκή κατά τα σημερινά. Τη Δευτέρα το βράδυ έρχονταν οι μανάβηδες και έπιαναν το μέρος, βάζοντας τα είδη τους, λάχανα, πράσα, πατάτες και άλλα. Έρχονταν και τα φορτηγά με πορτοκάλια Μέρλιν ή Σαγκουίνια, μανταρίνια, μήλα και άλλα. Εμείς, μόλις τα αφεντικά έφευγαν για ύπνο, κάναμε το κουμάντο μας ξαφρίζοντας απ’ όλα τα είδη και από λίγα. Εγώ, ποτέ τα κουνέλια μου δεν τα τάιζα με υπόλοιπα, πάντα με φρέσκα.
Τις υπόλοιπες μέρες, ο μαχαλάς, τα πρωινά, ήταν πάρκιγκ για τα κάρα των μεταφορέων. Αν κανένας από αυτούς κουτσοέπινε στης ψαροταβέρνες της Δημοτικής Αγοράς, της παλιάς με το σιντριβάνι στη μέση, αργούσε δε να φύγει και επειδή μας ενοχλούσε το κάρο του, το έβρισκε ο άνθρωπος κάτω στη Μπουμπόλη (αρχή Γέφυρας).
Μια φορά, όταν κτίστηκε η Δημοτική (αυτή που γκρεμίστηκε και κάνατε την τωρινή) Αγορά, κάποιος είχε πολλά χρήματα τυλιγμένα σε μαντίλα και πήγε να ουρήσει στο κοινό χαλέ. Του ’πεσε το χρήμα και όλος ο μαχαλάς, όλη τη νύχτα έψαχνε πιο κάτω στη μπουντουβάγια (άνοιγμα υπονόμου) και έβγαζε χαρτονομίσματα.
Οι αδελφοί Νίκος και Μέλτης Γιοβαννόπουλοι είχαν το τυπογραφείο, οι αδελφές Παπδημητρίου καρίκωναν κάλτσες, όπως και οι αδελφές Γκιάτα (είναι στην Σαλονίκη τώρα), οι Αφοί Στρούμπα είχαν τα λάδια, αλλά για μας η απόλαυση ήταν ο Τάσος ο στραγαλάς (Παυλίδης).
Τα απογεύματα οι γειτόνισσες όλες, με τα σκαμνάκια τους, μαζεύονταν πότε στη μία και πότε στην άλλη πόρτα, κουτσομπολεύοντας ως επί το πλείστον τα πάντα.
Η θεία Λέγκα η Γκαβαϊσέ, η θεια Κατίνα η Βαρακλή, η θεια Ουρανία η Ζαμάνη, η Φωτεινή η Γώγου, η κυρά Κατίνα η Καρατζόγλου, η θεια Ολυμπιάδα του Παπαδημητρίου (Εικοσένα), η κυρά Μαρίνα η Ζάννου, η Γκασνάκη η Αθηνά, η Γκιάτα και άλλες Το γραφικό σοκάκι (πάρ. Γ.Γουδή τώρα) με το υπέροχο καλντερίμι, που έμεινε τελευταίο σ’ όλη τη Βέργια, ξαφνικά τσιμενταρίστηκε (μοντερνισμός). Ήταν δε πέρασμα για τα ζωντανά που κουβαλούσαν ή ξύλα για το χειμώνα σ’ όλη τη γειτονιά, ή τις φλοκάτες για το μπατάνι του Γιαννακούλη του Αδάμου.
Δυστυχώς, τώρα με τις ιδέες μερικών κουλτουριάριδων (εδώ και μερικά χρόνια) που χαρακτήρισαν την γειτονιά διατηρητέα (τι να διατηρήσεις, τα οικόπεδα;) όσα σπίτια ή δεν κάηκαν ή δεν πέσαν, έγιναν φιλόξενη στέγη ποντικών και άλλων. Τι σόι διατηρητέα θα γίνουν αυτά τα οικόπεδα, αφού για να τα ξανακάνεις όπως ήταν πρέπει να ξοδέψεις τα μαλλιοκέφαλά σου. Τι σόι διατηρητέα δίπλα σε πολυκατοικίες; Σαν να φοράς γραβάτα πάνω από τη φανέλα σου χωρίς πουκάμισο και για παντελόνι να φοράς βερμούδα! Ολούρμ;


Γιάννης Ντισέλιας

Δεν υπάρχουν σχόλια: