Άστα βρε Μιράνταμ, δεν ξέρς τι έπαθα ου έρμους. Με ακάλισαν στου γλέντι πούκανε ο σύλλογός μας. Τι ήθελε κι αυτή η βλοημένη η συμβίαμ; Την παράσυριν η κουμπάρατς. Πές τουν Γιάννη να γραφτεί στουν κινούργιου σύλλογο, πέστου θα πιρνάμι καλά, θα πηγαίνουμι εκδρομάς, θα φτιάχνουμι γλέντια. Ου Κώστας ( ου κουμπάρος μας ασιν Καστανέα απέσην Σιουμελάν μερία) είνι στα ιδρυτικά μέλη. Με λέει που λές η δικιάμ μια μέρα. Γιάνν πήριν ου κουμπάρους τελέφωνο να πάμι του βράδυ στου Νέμεση στου Πλανητάρι, δεν θυμούμαι πώς το είπιν, να φτιάξιτι τον σύλλογο των συνταξιούχων. Γιατί μαρή, της λέγω, για να μη προυλαβαίνουμι απτα μνημόσυνα κι τις …..μακράν απτη μας ; Άμα θες πάενε σύ γράψ εσύ κι γώ θα ιδώ. Ανατρίχιασα απτα μέσαμ!! Άλλη δουλειά δεν έχω θα τρέχω για χασουμέρι.
Πήγιν που λές Μιράντα μ η δικιάμ, μέγραψιν, έσκασιν κι τα εβρά εγγραφής, πήρε την απόδειξη κι ήρθιν τα μισάνυχτα καταχαρούμενη. Τι είσι μαρή σύ έτσι; Τς λέου. Φτιάχτικεις μι τα πουντιακά τα κουμπαριάς; Άσε—άσε, με λέει, σέγραψα στο σύλλογο κι περάσαμε υπέροχα. Έχεις χαιρετίσματα απόλους. Την μεθεπόμενη Τετάρτη θα φάμε και θα χορέψουμε. Ο Θανάσης, που ταϊζει το ΄Ιδρυμα που δούλευες, θα βάνει στου κέντρουτ αυτό και ορχήστρα (όλα τάχει η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε).
Παένουμι που λές κουρίτσιμ την Τιτάρτη κι με πιάνει ένα ψυχουπλάκουμα, μια ανατριχίλα. Καλέ πώς γίγκαν όλοι έτσι; Λες κι τους είχιν ου ΑηΠέτρους σε απουθήκη για διάλεγμα. Ου Νίκους, ου Πρόϊδουρους, κρέμασιν κάτι προυγούλια σα Δησπότης, αμά κι η γυναίκατ πώς την άφκιν ου Νίκους κι γίγκιν έτσι; Όταν την είχαμι μεις για τα Αγγλικά, στου Τμήμα μας, όλοι Διευθυντάδις- παπάδις – γραμματείς – φαρισαίοι – σπουδαστές, όλοι απτα χαράματα ικεί για να χορτάσουμι να βλέπουμι ουόμορφη γυναίκα. Να χαζεύουμι τα νιάτα της. Τι όρεξη είχιν ου Θεός όταν την έφτιαξιν; Πρέπει νάταν άνοιξη προς το καλοκαίρι. Κι τώρα άμα τη δείς, σα πλαστικός κουβάς γιομάτος ρουδάκινα. Έτσι ξεχύλισιν.
Αμ ου άλλους, ου παλιός ου Πρόϊδορος στο Ίδρυμα; Πώς μάζεψιν έτσι; Του θυμούμι όταν ήταν τρανός Πρόϊδορος κι έλυνιν κι έδινιν κι με τς Μεγάλοι Υπουργούς Προυθυπουργούς αγκαλιές φιλιά χάδια κι συρμπέτια ήταν. Τουν θυμούμι όταν ήρθιν μια φορά να μας μιλήσει μι ύφος Ντούτσε κι τλέου, καλά τάβγαλεις τα περίστροφας για να μας πυροβολίς, αμά ξέχασεις να τα γιουμώσεις, είνι άσφαιρα, δεν έχουν σκάγια. Γίγκιν παντζιάρι κι απουτότις δεν με χόνευεν. Τον είδα τώρα καθιστό κι λέω απτα μέσαμ ότι δίκιο είχα τότες, πάντα "κοντός" ήταν.
Ου άλλους ου τσιγκούναρους, που του φάνκαν πουλλά τα εβρά της εγγραφής για το Σύλλογο κι δεν γράφκιν τι του λές; Άρε χαμένε, ου ΑγιουΠέτρος θα σε βάνει μέσα με τς καλοί ανθρώποι στουν Παράδεισου τζιάμπα, γιαυτό άφησέ τα τα ριμάδια τα λιφτά κατά τη γή, να δουν χαϊρι.
Ήρθιν κι ου Κλιάνθης κι απόρησα. Μέχρι να φτάσει στου τραπέζι μας, να φιληθούμι, να αγκαλιαστούμι πέρασιν ώρα. Πώς δίπλωσιν έτσι!! Σαν βλάχικη γκλίτσα έγινι. Πού είνι η λιβιντιάτ; Πού είνι του παρουσιαστικό που είχε; Μι αρωτάει η διπλανιάμ, πόσο χρονών είνι κι τς λέου, μούγκι αυτός ζάει απτη σειρά τ, κι απόρσιν καμπόσου η φουκαριάρα.
Άρε γυναίκα πού μέφερες; Να λέω Κυριελέησον και ένθα ουκ έστι…(θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου).
Μπράβο στον Θανάση όμως. Τα φαγιάτ πουλύ καλά. Έβλεπα τον Βαγγέλη τον Μηχανικό, που κάθονταν απέναντίμ, τον μονάντερο, σα χαραμάδα είνι αδύνατος, τότρωγιν το φαϊ με πολύ όρεξη.
Το μεγάλο το γέλιο τόκανα όταν άρχισε η ορχήστρα να παίζει καλαματιανά. Η δικιάμ γρήγουρα με τις άλλες στο χορό (όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλου πρώτη). Σηκώθηκαν κι οι άντριδες να χορέψουν και αρχίνεψαν τα χαμόγελα. Με το ώπα- ώπα και τα γέλια λέω στη διπλανιάμ την Κυβέλη. Κοίτα μαρή συ τι άσπρα δόντια που έχουν. Σαν τις ξανθές της τηλεόρασης που πάνε στα μηχανουργεία και τις τρίβουν τα δόντια κι μετά τα βάφουν με άσπρη πλαστικιά μπογιά, για να φαίνοντι ουραίες. Με κοιτάει περίεργα η πατριώτισσάμ, γιατί ήξηριν μιας κι η μάνα της στη Βέργια ήταν οδοντογιατρός. Άρε, με λέει, μασέλες είνι δεν είνι ουρίτζιναλ!!!
Ου καμπινές ή WC(βού-Σού) ή χαλές (απτο γαλλικό chale = σαλέ = χαλέ) στη Νέμεση, ήταν πεντακάθαρος, ότι πρέπει να κοιμηθείς, τόσο παστρικός. Αλλά ήταν μονίμως γιομάτος μιάς και μετά από κάποια ώρα όλοι μας, ή θα κατουργιόμαστε ή θα νυστάζουμε!! Τέτοιο ήταν το γλέντι Μιράνταμ.
Ιγώ πιρίμινα νάσαι κι σύ κι η Τασούλα, αμά δεν καταδέχκατι νάρθιτι ή φουβόσασταν τις ηλικίες μας. Ιγώ για να δείξω ότι σας θυμούμι σας αφιέρωσα κι ένα τραγούδι που του τραγούδησα μαναχόςμ στου μικρόφωνο, με την ορχήστρα, ένα τραγούδι απτα παλιά τα καλά τα λαϊκά, όταν οι ανθρώποι ερωτεύονταν, αγαπιώντουσαν, όχι σαν τώρα που έχουν τον έρωτα για τίποτα, φτηνό και άνοστο σαν κρύα πίτσα.
Κατά τα άλλα περάσαμε καλά, χάρκαμι που ο ΑηΠέτρος δεν μας θέλει και μας προτρέπει να παένουμι κι εκδρομάς.
Όλοι φύγαμι φχαριστιμένοι, αμά κι νυσταγμένοι.
Δώσαμι αραντιβού για μιτά κανά μήνα, να του ξαναπαλέψουμι του θέμα της καλοπέρασης.
Πήγιν που λές Μιράντα μ η δικιάμ, μέγραψιν, έσκασιν κι τα εβρά εγγραφής, πήρε την απόδειξη κι ήρθιν τα μισάνυχτα καταχαρούμενη. Τι είσι μαρή σύ έτσι; Τς λέου. Φτιάχτικεις μι τα πουντιακά τα κουμπαριάς; Άσε—άσε, με λέει, σέγραψα στο σύλλογο κι περάσαμε υπέροχα. Έχεις χαιρετίσματα απόλους. Την μεθεπόμενη Τετάρτη θα φάμε και θα χορέψουμε. Ο Θανάσης, που ταϊζει το ΄Ιδρυμα που δούλευες, θα βάνει στου κέντρουτ αυτό και ορχήστρα (όλα τάχει η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε).
Παένουμι που λές κουρίτσιμ την Τιτάρτη κι με πιάνει ένα ψυχουπλάκουμα, μια ανατριχίλα. Καλέ πώς γίγκαν όλοι έτσι; Λες κι τους είχιν ου ΑηΠέτρους σε απουθήκη για διάλεγμα. Ου Νίκους, ου Πρόϊδουρους, κρέμασιν κάτι προυγούλια σα Δησπότης, αμά κι η γυναίκατ πώς την άφκιν ου Νίκους κι γίγκιν έτσι; Όταν την είχαμι μεις για τα Αγγλικά, στου Τμήμα μας, όλοι Διευθυντάδις- παπάδις – γραμματείς – φαρισαίοι – σπουδαστές, όλοι απτα χαράματα ικεί για να χορτάσουμι να βλέπουμι ουόμορφη γυναίκα. Να χαζεύουμι τα νιάτα της. Τι όρεξη είχιν ου Θεός όταν την έφτιαξιν; Πρέπει νάταν άνοιξη προς το καλοκαίρι. Κι τώρα άμα τη δείς, σα πλαστικός κουβάς γιομάτος ρουδάκινα. Έτσι ξεχύλισιν.
Αμ ου άλλους, ου παλιός ου Πρόϊδορος στο Ίδρυμα; Πώς μάζεψιν έτσι; Του θυμούμι όταν ήταν τρανός Πρόϊδορος κι έλυνιν κι έδινιν κι με τς Μεγάλοι Υπουργούς Προυθυπουργούς αγκαλιές φιλιά χάδια κι συρμπέτια ήταν. Τουν θυμούμι όταν ήρθιν μια φορά να μας μιλήσει μι ύφος Ντούτσε κι τλέου, καλά τάβγαλεις τα περίστροφας για να μας πυροβολίς, αμά ξέχασεις να τα γιουμώσεις, είνι άσφαιρα, δεν έχουν σκάγια. Γίγκιν παντζιάρι κι απουτότις δεν με χόνευεν. Τον είδα τώρα καθιστό κι λέω απτα μέσαμ ότι δίκιο είχα τότες, πάντα "κοντός" ήταν.
Ου άλλους ου τσιγκούναρους, που του φάνκαν πουλλά τα εβρά της εγγραφής για το Σύλλογο κι δεν γράφκιν τι του λές; Άρε χαμένε, ου ΑγιουΠέτρος θα σε βάνει μέσα με τς καλοί ανθρώποι στουν Παράδεισου τζιάμπα, γιαυτό άφησέ τα τα ριμάδια τα λιφτά κατά τη γή, να δουν χαϊρι.
Ήρθιν κι ου Κλιάνθης κι απόρησα. Μέχρι να φτάσει στου τραπέζι μας, να φιληθούμι, να αγκαλιαστούμι πέρασιν ώρα. Πώς δίπλωσιν έτσι!! Σαν βλάχικη γκλίτσα έγινι. Πού είνι η λιβιντιάτ; Πού είνι του παρουσιαστικό που είχε; Μι αρωτάει η διπλανιάμ, πόσο χρονών είνι κι τς λέου, μούγκι αυτός ζάει απτη σειρά τ, κι απόρσιν καμπόσου η φουκαριάρα.
Άρε γυναίκα πού μέφερες; Να λέω Κυριελέησον και ένθα ουκ έστι…(θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου).
Μπράβο στον Θανάση όμως. Τα φαγιάτ πουλύ καλά. Έβλεπα τον Βαγγέλη τον Μηχανικό, που κάθονταν απέναντίμ, τον μονάντερο, σα χαραμάδα είνι αδύνατος, τότρωγιν το φαϊ με πολύ όρεξη.
Το μεγάλο το γέλιο τόκανα όταν άρχισε η ορχήστρα να παίζει καλαματιανά. Η δικιάμ γρήγουρα με τις άλλες στο χορό (όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλου πρώτη). Σηκώθηκαν κι οι άντριδες να χορέψουν και αρχίνεψαν τα χαμόγελα. Με το ώπα- ώπα και τα γέλια λέω στη διπλανιάμ την Κυβέλη. Κοίτα μαρή συ τι άσπρα δόντια που έχουν. Σαν τις ξανθές της τηλεόρασης που πάνε στα μηχανουργεία και τις τρίβουν τα δόντια κι μετά τα βάφουν με άσπρη πλαστικιά μπογιά, για να φαίνοντι ουραίες. Με κοιτάει περίεργα η πατριώτισσάμ, γιατί ήξηριν μιας κι η μάνα της στη Βέργια ήταν οδοντογιατρός. Άρε, με λέει, μασέλες είνι δεν είνι ουρίτζιναλ!!!
Ου καμπινές ή WC(βού-Σού) ή χαλές (απτο γαλλικό chale = σαλέ = χαλέ) στη Νέμεση, ήταν πεντακάθαρος, ότι πρέπει να κοιμηθείς, τόσο παστρικός. Αλλά ήταν μονίμως γιομάτος μιάς και μετά από κάποια ώρα όλοι μας, ή θα κατουργιόμαστε ή θα νυστάζουμε!! Τέτοιο ήταν το γλέντι Μιράνταμ.
Ιγώ πιρίμινα νάσαι κι σύ κι η Τασούλα, αμά δεν καταδέχκατι νάρθιτι ή φουβόσασταν τις ηλικίες μας. Ιγώ για να δείξω ότι σας θυμούμι σας αφιέρωσα κι ένα τραγούδι που του τραγούδησα μαναχόςμ στου μικρόφωνο, με την ορχήστρα, ένα τραγούδι απτα παλιά τα καλά τα λαϊκά, όταν οι ανθρώποι ερωτεύονταν, αγαπιώντουσαν, όχι σαν τώρα που έχουν τον έρωτα για τίποτα, φτηνό και άνοστο σαν κρύα πίτσα.
Κατά τα άλλα περάσαμε καλά, χάρκαμι που ο ΑηΠέτρος δεν μας θέλει και μας προτρέπει να παένουμι κι εκδρομάς.
Όλοι φύγαμι φχαριστιμένοι, αμά κι νυσταγμένοι.
Δώσαμι αραντιβού για μιτά κανά μήνα, να του ξαναπαλέψουμι του θέμα της καλοπέρασης.
Εύχουμι να σας ιδώ κισας απτα κοντά.
Να σας έχει καλά ο Θεός
Γιάννης Ντισέλιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου