Μας έφτιαξε τη διάθεση η ιστορία του Γιάννη Ντισέλια, που μας αφορά άμεσα και δημοσιεύουμε στο σημερινό φύλλο. Στο επόμενο φύλλο θα δημοσιευθεί άλλη ιστορία του σ’ αυτή τη στήλη. Σήμερα, ας συμμετάσχουμε στον….ακήρυχτο "πόλεμο" Νάουσας-Βέροιας, μέσα από την απολαυστική διήγηση του κ. Ντισέλια:
Προυχτέ ήρθιν στου Σέλι, ου αξάδιρφός μ, ου Ντώνας, απ’ τη Νιάγουστα. Στου χουριό είχιν πουλλά χιόνια, όμουρφο του τοπίου, αμά κι ου τζιαντές (δρόμος) πιντακάθαρους.
Αγκαλιάσκαμι φιλθίκαμι, στα σκαλιά του οίκου μου, είχιν ου Ντώνας κι την πανουραία νυφαδιά μαζί τ, τη Ρούλα τ, μπήκαμι στουν ουντά μι του τζιάκι, εικεί ήταν η κυρά μ, η Χριστίνα, καταχαρούμινη κατά πώς φάγκει που είδιν τουν παρακουνιάδου τς κι την παρασυνηφάδα τς, φιλίθκαν και λοιπά.
Μη αρώτησαν τα της υγείας μας, των τέκνων ημών, ομοίως και’ γω έπραξα τα δέοντα για τις έμορφες τσιούπρες τους, έβαλιν η κυράτσαμ τουν τσιουσβέ (μπρίκι) να φιάξ γκαϊφέ, να νάψουμι κι κανά μιρικάνκου κίγκ σάϊζ τσιγάρου, να δείξουμι ότι είμιστι μεν Βλάχοι, αμά ξιβλαχεστήκαμι κι γίγκαμι Βρουπαίοι, λες κι χτε ήμασταν Μουγγόλοι.
Άρε Ντώνα, τ’ λέγου, μούγκι του ουόνουμα Νιάγουστα ή Νιάουστα είνι Βρουπαϊκό, ιδώ κι πολλούς σέκουλους (αιώνες), γιατί σημαίνει ότι εκεί έχει ή στέκεται χιόνι. Απ’ του τσιγάρου του μιρικάνκου θα φανούμι Βρουπαίοι;
Με λέει ου Αντώνς μιτά "Γράψε, αρέ Γιάννη, κανά σιακά (αστείο) να του βάλου στην θκιά μας φημιρίδα".
"Τι να γράψου, Αντωνάκη μ ; Εισείς οι Νιαουσαίοι είστι ουλίγον τι απηρήφανοι κι σκιάζουμι να γράψου, αριτσιώνιστι γλήγουρα!! Φουβούμι μη μη στράψ κανάς θκός καμμιά σβουριχτή κι ιδώ τη Ντούρλια τα’ ανάποδα!!Μα, άμα επιμένς, θα συ πω ιένα γιγουνός που γίγκει πριν λίγα χρόνια στην περιοχή Σιάμπαλη, πάνου από το σκιλίφτ στο Σέλι".
Πήγα να μαζέψω λίγο τσιάϊ, αν θα‘βρισκα γιατί το κόβαν άγουρο οι αχόρταγοι λαθροκυνηγοί, μια και το είχαν στα πόδια τους. Σ’ένα μέρος ωραίο έχουν κάνει τραπεζάκι, μπάγκους, τσιαρδάκι για να πιούν καμιά ρακή. Τους βρήκα εκεί, απ’τη μια μεριά οι Ναουσαίοι με τα μεζεκλίκια τους κεφάτοι και χαμογελαστοί, απ’ την άλλη οι Βιργιώτες κατσούφηδες, γιατί χάθηκαν δύο σκυλιά τους, μια και ακολούθησαν το λαγό μέχρι την Κοζάνη ή τα Καϊλιάρια ή την Άρνισσα. Αρσενικός ήταν ο λαγός, τους είπα, γιατί σας έγραψε στα… και σας έκανε ζημιά. Γέλασαν οι Ναουσαίοι, θύμωσαν οι Βιργιώτες, άρχισαν να βρίσκουν κουσούρια, ο ένας για τον άλλο και τότε ο πιο ηλικιωμένος, από το Ραψομανίκι ήταν, αν θυμάμαι καλά, τους είπε να σωπάσουν και να ακούσουν μία ιστορία.
Τα πουλύ παλιά χρόνια, ζούσειν ου Αγιαντώνς στη Βέργια κι είχειν κι τριλάδικου, πίσου απ’την κλησία. Φραγμένου του μέρους μι χουντρό ντουβάρι, περιποιημένου, μι βρύσεις, μι κουπάνεις, μι λουλούδια, μι γκαζόνια, οι ουντάδεις για τς κουτουλούς πιντακάθαροι, μη τυχόν έρθ κανάς Βαγγιλάτους κι τουν κάμει πιρίγιλου στουν ντουνιά. Πότι-πότι πήγηνιν στα γύρου χουριά για να γιάννει τουν άρρουστου κόσμου. Στο Μικρογούτσι, στην Τιρχουβίστα, στου Ραψουμανίκι, στην Κουλούρα, αστόησειν (ξέχασε) να πιράσει απ’ την Ξιχασμένη, πήγινειν άλλη φουρά, πιρνόντας τουν πόρου στουν Αλιάκμωνα, στην Κούτλιανη, στη Μπάρμπιση, στα Παλατίτσια, στου Νιόκαστρο. Άλλες φορές πάηνειν κατά Διαβόρτσα, Ντουβρά, Τσιόρνοβο, Χουρπάνι, Αρκουδοχώρι κι κατέβινει στη Νιάγουστα, όπου ο αγιόφιλός του Αηγιώρς είχειν την νουρία τ.
Με το καλωσόρισμα και τ’ αγκαλιάσματα, του τρατάριζε ο Αηγιώρς της Νιάγουστας, λουκούμι κι τσίπουρου κι μιτά ρουβθένιου γκαϊφέ, καλά καβουρντισμένου, γιατί ήταν μιγάλους άγιους ου Αγιαντώνς κι δεν χουράτευε.
Σι μία απ’τις πολλές επισκέψεις του Αγιαντώνη στη Νιάγουστα, τον πρόσεξε ο Αηγιώρς ότι ήταν άκεφος. "Τι έχς, Αγιαντώνη μ , τι είσει έτσ;" τον αρώτησει. "Τι να ιέχου Αηγιώρ;, του σκέφτουμει και αριτσιώνουμει (ανατριχιάζω). Ήρθα πουλλάκις ιδώ και συ ούτι μία φορά δεν ήρθεις στη Βέργια. Γιατί ;".
"Αγιαντώνημ" τ’ λέει ου Αηγιώργης, "έχς πουλύ δίκιου, μα έχου γω μιγάλου πρόβλημα. Ισύ άμα φεύγεις απ’ τη Βέργια βάνεις του κλειδί στην ξώπορτα, σφαλνάς τς τριλλοί μέσα κι φεύγεις ήσυχους για τα γύρου. Ιγώ πού να πάου ; Ιγώ τς έχου όλνους αμουλμένους στην πόλη όξου κι άμα φεύγου καταλαβαίνς τι θα γένει ιδώ!!!!".
Το γέλιο πέριξ, άφθονο, η λύπη των Βεργιάνων, που έχασαν τα σκυλιά τους, μετριάστηκε.
Να σας έχει καλά ο Θεός.
Γιάννης Ντισέλιας
Προυχτέ ήρθιν στου Σέλι, ου αξάδιρφός μ, ου Ντώνας, απ’ τη Νιάγουστα. Στου χουριό είχιν πουλλά χιόνια, όμουρφο του τοπίου, αμά κι ου τζιαντές (δρόμος) πιντακάθαρους.
Αγκαλιάσκαμι φιλθίκαμι, στα σκαλιά του οίκου μου, είχιν ου Ντώνας κι την πανουραία νυφαδιά μαζί τ, τη Ρούλα τ, μπήκαμι στουν ουντά μι του τζιάκι, εικεί ήταν η κυρά μ, η Χριστίνα, καταχαρούμινη κατά πώς φάγκει που είδιν τουν παρακουνιάδου τς κι την παρασυνηφάδα τς, φιλίθκαν και λοιπά.
Μη αρώτησαν τα της υγείας μας, των τέκνων ημών, ομοίως και’ γω έπραξα τα δέοντα για τις έμορφες τσιούπρες τους, έβαλιν η κυράτσαμ τουν τσιουσβέ (μπρίκι) να φιάξ γκαϊφέ, να νάψουμι κι κανά μιρικάνκου κίγκ σάϊζ τσιγάρου, να δείξουμι ότι είμιστι μεν Βλάχοι, αμά ξιβλαχεστήκαμι κι γίγκαμι Βρουπαίοι, λες κι χτε ήμασταν Μουγγόλοι.
Άρε Ντώνα, τ’ λέγου, μούγκι του ουόνουμα Νιάγουστα ή Νιάουστα είνι Βρουπαϊκό, ιδώ κι πολλούς σέκουλους (αιώνες), γιατί σημαίνει ότι εκεί έχει ή στέκεται χιόνι. Απ’ του τσιγάρου του μιρικάνκου θα φανούμι Βρουπαίοι;
Με λέει ου Αντώνς μιτά "Γράψε, αρέ Γιάννη, κανά σιακά (αστείο) να του βάλου στην θκιά μας φημιρίδα".
"Τι να γράψου, Αντωνάκη μ ; Εισείς οι Νιαουσαίοι είστι ουλίγον τι απηρήφανοι κι σκιάζουμι να γράψου, αριτσιώνιστι γλήγουρα!! Φουβούμι μη μη στράψ κανάς θκός καμμιά σβουριχτή κι ιδώ τη Ντούρλια τα’ ανάποδα!!Μα, άμα επιμένς, θα συ πω ιένα γιγουνός που γίγκει πριν λίγα χρόνια στην περιοχή Σιάμπαλη, πάνου από το σκιλίφτ στο Σέλι".
Πήγα να μαζέψω λίγο τσιάϊ, αν θα‘βρισκα γιατί το κόβαν άγουρο οι αχόρταγοι λαθροκυνηγοί, μια και το είχαν στα πόδια τους. Σ’ένα μέρος ωραίο έχουν κάνει τραπεζάκι, μπάγκους, τσιαρδάκι για να πιούν καμιά ρακή. Τους βρήκα εκεί, απ’τη μια μεριά οι Ναουσαίοι με τα μεζεκλίκια τους κεφάτοι και χαμογελαστοί, απ’ την άλλη οι Βιργιώτες κατσούφηδες, γιατί χάθηκαν δύο σκυλιά τους, μια και ακολούθησαν το λαγό μέχρι την Κοζάνη ή τα Καϊλιάρια ή την Άρνισσα. Αρσενικός ήταν ο λαγός, τους είπα, γιατί σας έγραψε στα… και σας έκανε ζημιά. Γέλασαν οι Ναουσαίοι, θύμωσαν οι Βιργιώτες, άρχισαν να βρίσκουν κουσούρια, ο ένας για τον άλλο και τότε ο πιο ηλικιωμένος, από το Ραψομανίκι ήταν, αν θυμάμαι καλά, τους είπε να σωπάσουν και να ακούσουν μία ιστορία.
Τα πουλύ παλιά χρόνια, ζούσειν ου Αγιαντώνς στη Βέργια κι είχειν κι τριλάδικου, πίσου απ’την κλησία. Φραγμένου του μέρους μι χουντρό ντουβάρι, περιποιημένου, μι βρύσεις, μι κουπάνεις, μι λουλούδια, μι γκαζόνια, οι ουντάδεις για τς κουτουλούς πιντακάθαροι, μη τυχόν έρθ κανάς Βαγγιλάτους κι τουν κάμει πιρίγιλου στουν ντουνιά. Πότι-πότι πήγηνιν στα γύρου χουριά για να γιάννει τουν άρρουστου κόσμου. Στο Μικρογούτσι, στην Τιρχουβίστα, στου Ραψουμανίκι, στην Κουλούρα, αστόησειν (ξέχασε) να πιράσει απ’ την Ξιχασμένη, πήγινειν άλλη φουρά, πιρνόντας τουν πόρου στουν Αλιάκμωνα, στην Κούτλιανη, στη Μπάρμπιση, στα Παλατίτσια, στου Νιόκαστρο. Άλλες φορές πάηνειν κατά Διαβόρτσα, Ντουβρά, Τσιόρνοβο, Χουρπάνι, Αρκουδοχώρι κι κατέβινει στη Νιάγουστα, όπου ο αγιόφιλός του Αηγιώρς είχειν την νουρία τ.
Με το καλωσόρισμα και τ’ αγκαλιάσματα, του τρατάριζε ο Αηγιώρς της Νιάγουστας, λουκούμι κι τσίπουρου κι μιτά ρουβθένιου γκαϊφέ, καλά καβουρντισμένου, γιατί ήταν μιγάλους άγιους ου Αγιαντώνς κι δεν χουράτευε.
Σι μία απ’τις πολλές επισκέψεις του Αγιαντώνη στη Νιάγουστα, τον πρόσεξε ο Αηγιώρς ότι ήταν άκεφος. "Τι έχς, Αγιαντώνη μ , τι είσει έτσ;" τον αρώτησει. "Τι να ιέχου Αηγιώρ;, του σκέφτουμει και αριτσιώνουμει (ανατριχιάζω). Ήρθα πουλλάκις ιδώ και συ ούτι μία φορά δεν ήρθεις στη Βέργια. Γιατί ;".
"Αγιαντώνημ" τ’ λέει ου Αηγιώργης, "έχς πουλύ δίκιου, μα έχου γω μιγάλου πρόβλημα. Ισύ άμα φεύγεις απ’ τη Βέργια βάνεις του κλειδί στην ξώπορτα, σφαλνάς τς τριλλοί μέσα κι φεύγεις ήσυχους για τα γύρου. Ιγώ πού να πάου ; Ιγώ τς έχου όλνους αμουλμένους στην πόλη όξου κι άμα φεύγου καταλαβαίνς τι θα γένει ιδώ!!!!".
Το γέλιο πέριξ, άφθονο, η λύπη των Βεργιάνων, που έχασαν τα σκυλιά τους, μετριάστηκε.
Να σας έχει καλά ο Θεός.
Γιάννης Ντισέλιας
(Εφημερίδα: Μακεδονικά Νέα Ναούσης - Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου