Για πολλούς λόγους, τα διάφορα μέτρα και νομοθετήματα που τόσο γρήγορα και εύκολα υιοθετούμε στη χώρα μας (και που τα περνάμε στη Βουλή ύστερα από συζήτηση τριών ημερών) σπανίως φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ορισμένα μέτρα πετυχαίνουν – εν μέρει, άλλα λιγότερο, και άλλα καθόλου. Με δεδομένη τη σημερινή ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, δεν μπορούμε να αγνοούμε τα νέα «εργαλεία» που προσφέροναι στον νομοθέτη, «εργαλεία» που υιοθετούνται από άλλες χώρες για να συμπληρώνουν ή και για να αποφεύγουν νέους νόμους.
Το πολιτικό μας σύστημα χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη νομολαγνεία. Υπάρχει πρόβλημα; Κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία; Φτιάξε νόμο. Δεν δούλεψε ο νόμος; Φτιάξε τροπολογία. Δεν λειτούργησε η τροπολογία όπως αναμενόταν; Φτιάξε διευκρινιστική εγκύκλιο. Δεν δούλεψε ούτε και αυτό; Ακύρωσε τον νόμο... με νέο νόμο, ή άφησε τον παλιό να παραμείνει ανεφάρμοστος – εκτός εάν τον θυμηθεί, ξαφνικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας και τον ανασύρει από το νεκροταφείο των νόμων.
Η φιλοσοφία ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας – επειδή έχει συνηθίσει στην ιδέα «έχεις πρόβλημα – φτιάξε νόμο», έχει εθιστεί από μια δεξιο-μπολσεβιστική νοοτροπία, αν επιτρέπεται. Τούτη η νοοτροπία βλέπει το κράτος ως αστυνόμο και πιστεύει ότι για όλα φταίει το κράτος και για όλα πρέπει να δίνει λύση το κράτος. Ταυτίζεται δε το κράτος με τον εκάστοτε υπουργό, αλλά δεν βλέπει ότι το κράτος είναι και οι υπάλληλοι, είναι οι λειτουργοί, είναι οι νομικοί που φτιάχνουν τους νόμους. Πόσοι υπουργοί έχουν καταλάβει πλήρως τον νόμο που προτείνουν; Πόσοι έχουν προλάβει να τον μελετήσουν σε βάθος και πόσοι έχουν καταλάβει τις συνέπειες του νόμου;
Η κρατικίστικη νοοτροπία επεκτείνεται και στα μέτρα εφαρμογής ενός νόμου. Οι νόμοι συνοδεύονται – σχεδόν πάντα – από μέτρα δεσμευτικά που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αυστηρώς αστυνομικά. Παράδειγμα αποτελεί το νέο νομοσχέδιο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, το οποίο σε πολλά, αλλά όχι σε όλα ευτυχώς, υιοθετεί την πατροπαράδοτη φιλοσοφία της αστυνόμευσης. Θα εφαρμοστούν σκληρά αντίποινα για όσους τολμήσουν να μην πληρώσουν τον φόρο που χρωστάνε. Η θέση αυτή μπορεί πολύ εύκολα να δικαιολογηθεί ως ορθή σε ηθικό και νομικό επίπεδο, θα έχαιρε ως θεωρία και της στήριξης της κοινωνίας, θα έλεγα, χωρίς να γνωρίζω αν κυκλοφορεί καμιά ανάλυση ή κάποιο γκάλοπ που να λέει το αντίθετο.
Aπόσπασμα του νόμου, στη γλώσσα τη νομική «Θεσπίζονται ως διαρκή και επομένως, ως συνεχή αυτόφωρα, τα αδικήματα της μη καταβολής βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α και λοιπών παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών».
Ο νομοθέτης, για να μιλήσουμε θεωρητικά, πιστεύει, και η εμπειρία σε άλλες χώρες δεν τον αδικεί, ότι οι σκληροί νόμοι οδηγούν εν γένει σε ένα μάζεμα, σε μια συμμόρφωση.
Ο νέος νόμος αναμορφώνει και τους μηχανισμούς είσπραξης, όπου τίθενται υπό έλεγχο και οι εφοριακοί και τιμωρούνται και εκείνοι αυστηρά για παραβάσεις καθήκοντος και υπόκεινται σε τακτική αξιολόγηση. Και αυτό στη σωστή κατεύθυνση – ποιος δεν πιστεύει ότι ο ίδιος ο ελεγκτικός μηχανισμός δεν υποφέρει από πολλά αρνητικά συμπτώματα;
Παρά τη χρήση σκληρών νόμων για τη διαμόρφωση φορολογικής συμπεριφοράς, ο νομοθέτης γνωρίζει ότι τα αστυνομικά μέτρα δεν αρκούν και έτσι ο νόμος συμπληρώνεται με άλλες δράσεις – όπως την καλύτερη παροχή υπηρεσιών ενημέρωσης, την «άρση αδικιών», την απλούστευση της νομοθεσίας και άλλα.
Βασική κατεύθυνση
Η βασική κατεύθυνση είναι όμως εκείνη της σκληρότερης στάσης προς τον πολίτη για τη φοροδιαφυγή.
Αναρωτιέται κανείς αν τα αντίποινα για τη φοροδιαφυγή θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων αν η «φοβέρα» της φυλάκισης και του αυτόφωρου θα μαζέψει τα σπασμένα. Μπορεί να πούμε σε έναν χρόνο ότι ήταν το πιο πετυχημένο μέτρο. Το ελπίζω!
Αλλά εκ των προτέρων επιφυλάσσομαι. Δεν γνωρίζουμε – γιατί εδώ είναι το ζουμί – αν τα πρόσθετα μέτρα θα δημιουργήσουν απρόβλεπτες συμπεριφορές με συνέπεια την μη είσπραξη εσόδων.
Το πρόβλημα είναι ότι ο νομοθέτης προσπαθεί να ελέγξει εκείνο το πολύπλοκο και αδιευκρίνιστο πράγμα που ονομάζεται «ανθρώπινη συμπεριφορά». Ελέγχεται έτσι απλά, με νόμους, εκείνος ο αστάθμητος παράγοντας; Μπορούμε να μπούμε δηλαδή στο μυαλό του κάθε πολίτη και να γνωρίζουμε πώς θα συμπεριφερθεί επειδή ο νόμος άλλαξε; Ναι, αλλά με πολλές προϋποθέσεις.
Επιτρέψτε μου να σταθώ στο καίριο ερώτημα: κατανοούν, άραγε, οι αρχιτέκτονες των νόμων μας την ψυχολογία του πολίτη και μάλιστα του Έλληνα πολίτη για τον οποίο προορίζουν τον νέο νόμο τους; Ή μήπως αρκούνται στην κρατική νοοτροπία που περιέγραψα και καταλήγουν στο να δημιουργούν μια ιδιότυπη αντινομία;
Έχουμε αρκετά παραδείγματα όπου το κοινωνικό μοντέλο άλλαξε, όπου δηλαδή μεταβλήθηκε η συμπεριφορά, άλλαξαν οι συνήθειες και τα άτομα άλλαξαν κατεύθυνση. Το έχουμε δει στο θέμα του καπνίσματος. Με τη συνεχή πληροφόρηση, με τη φορολογία, με τη διαρκή ενημέρωση, με τα πακέτα που αναγράφουν τον κίνδυνο του καπνίσματος, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις από τις καπνοβιομηχανίες, το κοινωνικό μοντέλο – η «κουλτούρα» του καπνίσματος έχει αλλάξει άρδην. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να σημειωθούν αλλαγές στη νοοτροπία μόνον με τη δύναμη των επιχειρημάτων, όπως στους τομείς της ισότητας των φύλων ή των διαφυλετικών σχέσεων. Αλλαγή νοοτροπίας
Γενικώς, όμως, για να πετύχουμε την εξάλειψη μιας νοοτροπίας που όχι μόνον επιτρέπει αλλά σχεδόν επικροτεί τη φοροδιαφυγή, όπου μια ολόκληρη κοινωνία έχει εθιστεί και έχει αποδεχτεί το «μαύρο» χρήμα ως συνηθισμένο τρόπο συναλλαγής, θα χρειαστεί μια μακρόχρονη εκστρατεία με πολλά εργαλεία: μελέτες, ενημέρωση, έξυπνα μέτρα, έντονη διαφήμιση, μέτρα που συνάδουν με τις συνήθειές μας και επιβραβεύουν τον νομοταγή και δεν τον επιβαρύνουν, δεν τον μετατρέπουν σε «κορόιδο», αστυνόμευση αλλά και θετικά κίνητρα για τη φοροπληρωμή – βλέπετε ότι από τη στιγμή που μιλάμε για αλλαγή κουλτούρας αποδεχόμαστε ότι ο δρόμος προς την αλλαγή είναι μακρύς.
Για τη θέσπιση ενός τέτοιου δύσκολου και πολυσύνθετου νόμου, αν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου και του τέλειου σχεδιασμού, θα έπρεπε να γνωρίζουμε σε βάθος τις συμπεριφορές των Ελλήνων μπροστά στα νέα αυτά μέτρα. Θα έπρεπε να γνωρίζουμε, βάσει μελετών, πολύ καλά τις αιτίες της φοροδιαφυγής. Να απαντάμε στην ερώτηση κατά πόσον είναι κοινωνικά αποδεκτή η φοροδιαφυγή. Να δούμε επίσης αν η τάση «φοροδιαφυγής» αλλάζει ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική περιοχή ή και την εισοδηματική ή επαγγελματική τάξη. Να συμπληρώνουμε τον νόμο με κίνητρα και πληροφόρηση σε πολλά επίπεδα. Χρειάζεται, δηλαδή, και «το καρώτο και το μαστίγιο». Δεν πήρε απάντηση...
Σε μικρότερα θέματα, έξυπνα μέτρα αποδίδουν. Καλό παράδειγμα ήταν η πρόσφατη και πρωτόγνωρη καταγραφή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Έως τώρα, το κράτος και η χώρα δεν γνώριζαν ακριβώς πόσοι είχαν προσληφθεί. Κάποια στιγμή, σε μια υπουργική σύσκεψη, παράγοντας υπεύθυνος για την καταγραφή ανέφερε ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλά επειδή η καταγραφή του αριθμού έχει φτάσει στο 80% του συνόλου. Ο πρωθυπουργός του ζήτησε να επαναλάβει τη φράση του και μετά τον ρώτησε, πώς ξέρετε ότι έχετε φτάσει στο 80% εφόσον δεν γνωρίζουμε το σύνολο; Δεν πήρε καμία απάντηση. Με μια έξυπνη ως προς την ψυχολογία του πολίτη κίνηση, ο πρωθυπουργός πρότεινε μια πολιτική με άμεσο αποτέλεσμα: να «αυτοδηλώνουν» οι δημόσιοι υπάλληλοι την ύπαρξή τους στο διαδίκτυο. Φυσικά, δεν αρκούσε αυτό. Όσοι δεν δήλωναν τη δουλειά τους ως δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θα είχαν μισθό.
Ο αριθμός βρέθηκε σε σύντομο χρόνο (1,1 εκατ. δημοσίους υπαλλήλους εκτρέφει το αδάμαστο θηρίο του κράτους).
Όμως φαίνεται ότι υπήρξε και θετική ανταπόκριση και ότι το να δηλώνεις μέσω διαδικτύου ήταν κάτι σχετικά εύκολο και χωρίς κόπο. Δηλαδή, το μέτρο εντάχτηκε εύκολα στις συνήθειες των Ελλήνων και δεν προκάλεσε ρωγμές.
Άλλο μέτρο που πέτυχε, με την πρώτη σχεδόν, ήταν εκείνο της φοροαπαλλαγής μέσω των αποδείξεων. Τούτο φαίνεται να μπήκε στο πετσί της συμπεριφοράς του σύγχρονου Έλληνα που, με χαρά σχεδόν, άρχισε να μαζεύει αποδείξεις με προσωπικό αλλά και κοινωνικό όφελος. Εδώ είναι ένα παράδειγμα μέτρου που δεν είχε κανένα κόστος, δεν είχε ως αρχή την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς, αλλά την επιβράβευσή της.
Η πρόταση είναι φυσικά απλή: Οι νόμοι να συνοδεύονται με μια βαθύτερη ανάλυση της συμπεριφοράς των πολιτών και των επιχειρήσεων και ο νόμος να θεωρείται ως ένα, και όχι το μοναδικό, εργαλείο στη φαρέτρα πολιτικών ενός σύγχρονου κράτους.
περιοδικό: Οικονομική Επιθεώρηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου