Να με θυμόσαστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησαχωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιάποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια. Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μʼ ένα κρινάκι του αγρούτις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε. Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα ʼθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω, θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε: Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω. Κι ίσως γιʼ αυτό προπάντων θʼ άξιζε να με θυμάστε.
(«Επιλογικό», Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου