Η απόδειξη είναι παράγωγο του ρήματος αποδεικνύω, που σημαίνει «φανερώνω την αλήθεια ενός πράγματος ή μιας κατάστασης». Συνεπώς, απόδειξη είναι η φανέρωση μιας αλήθειας.
Στην πράξη και κυρίως στις συναλλαγές, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την γραπτή (με την ευρεία έννοια: μηχανογραφημένη ή με μηχανική σήμανση και ενδεχομένωςενυπόγραφη), δήλωση, με την οποία βεβαιώνεται η παραλαβή, ή η παράδοση αγαθών, ή και χρημάτων.
Όταν λοιπόν κάποιος αποκτά ένα αγαθό, ή είναι λήπτης μιας υπηρεσίας, καταβάλλοντας χρηματικό αντίτιμο, είναι απολύτως φυσιολογικό να απαιτήσει την ύπαρξη απόδειξης, τόσο για την κατοχύρωση της αγοράς του, όσο και για την επιβεβαίωση της συναλλαγής. Η αναγκαιότητα έκδοσης της απόδειξης αυτής, υπαγορεύεται και από το γεγονός ότι στην πράξη αυτή υπεισέρχεται και ένας τρίτος «συναλλασσόμενος» που απαιτεί το «μερίδιό» του. Ο τρίτος αυτός ενεχόμενος στην συναλλαγή είναι το κράτος, το οποίο επιδιώκει δύο οφέλη από αυτήν:
πρώτον, έσοδο από έμμεση φορολογία (ΦΠΑ), και
δεύτερον, έσοδο από φορολογία εισοδήματος.
Προς τι όμως, αυτά τα έσοδα; Ποιος είναι ο προορισμός τους;
Οι πολίτες, δηλαδή οι συναλλασσόμενοι (είτε με την ιδιότητα του αγοραστή, είτε με την ιδιότητα του πωλητή), έχουν δεχθεί την μεσολάβηση του κράτους στις μεταξύ τους συναλλαγές, γιατί με αυτόν τον τρόπο, ιδιότυπα χρηματοδοτούν υπηρεσίες κοινωνικής αναφοράς, τις οποίες από μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να συγκροτήσουν και να οργανώσουν. Τέτοιες υπηρεσίες είναι: η υγεία (πρόληψη και θεραπεία), η πρόνοια για αναξιοπαθούντες ή ανέργους, η ασφάλεια (αστική και εθνική), η ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης, η προστασία των δημόσιων πόρων και του περιβάλλοντος, η κοινωνική οργάνωση σε διάφορους τομείς κ.λπ.
Οι πολίτες όταν αισθάνονται τις παροχές αυτές στην καθημερινή τους ζωή και απολαμβάνουν τα ωφελήματα από όλες τις ως άνω δραστηριότητες, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι πρόθυμοι να προσφέρουν μέρος από το αντίτιμο των συναλλαγών τους στην συγκρότηση και χρηματοδότηση αυτών των υπηρεσιών.
Από την άλλη πλευρά, το κράτος, στο πλαίσιο της νομοθετικής του εξουσίας, έχει φροντίσει να διασφαλίσει τα έσοδα αυτά, με νόμους και διατάξεις, επιβάλλοντας μάλιστα ιδιαίτερα υψηλές ποινές και πρόστιμα σε όσους πολίτες δεν «συμφωνούν» με το καθεστώς της ιδιότυπης αυτής χρηματοδότησης των υπηρεσιών του. Επειδή όμως, το κράτος δεν μπορεί να παρευρίσκεται στη συναλλαγή, για να περιφρουρήσει το μερίδιό του, προγραμματίζει (με εξαγγελίες, προς το παρόν), να δώσει κίνητρα στους πολίτες να ζητούν (διάβαζε: να απαιτούν) την έκδοση της απόδειξης της συναλλαγής.
Είναι απορίας άξιον, γιατί να απαιτεί ο καταναλωτής την έκδοση απόδειξης, όταν η ύπαρξη της, όχι μόνο είναι αυτονόητη, αλλά συνιστά μέρος της «συμφωνίας» των πολιτών με το κράτος. Ο κάθε πολίτης, ως μέλος αυτής της κοινωνίας, δέχεται ότι οποιαδήποτε αγορά ή λήψη υπηρεσίας, είναι λίγο ακριβότερη, συγκρινόμενη με μια ιδεατή τιμή, όντας πεπεισμένος όμως, ότι η διαφορά αυτή (δηλαδή, ο ΦΠΑ), θα τον καταστήσει «πλουσιότερο», όταν για οποιονδήποτε λόγο χρειασθεί να χρησιμοποιήσει τις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους. Το ίδιο ισχύει και για τον επιτηδευματία (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, αρκετές φορές βρίσκεται στη θέση του αγοραστή και πρέπει επίσης να ζητήσει την δική του απόδειξη!), ο οποίος εκδίδοντας βάσει νόμου την απόδειξη της συναλλαγής, δηλώνει εισόδημα προς φορολόγηση, αφενός και αφετέρου, ο ίδιος, λειτουργεί ως εισπρακτικό μέσο για την απόδοση του ΦΠΑ στο κράτος.
Αντιθέτως, αν δεν εκδοθεί η απόδειξη, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, αλλά και της «άτυπης» συμφωνίας του κράτους με τους πολίτες του, όχι μόνο δεν δηλώνεται εισόδημα από τον υπόχρεο επιτηδευματία, αλλά ταυτόχρονα, αυτός «κλέβει» τον ΦΠΑ. Στην «προχωρημένη» δε περίπτωση που μεσολαβεί διαπραγμάτευση, με πρόταση μη έκδοσης απόδειξης από τον επιτηδευματία, με συνακόλουθο «δώρο» την παροχή σχετικής έκπτωσης προς τον πελάτη του, το κράτος εμφανίζεται ως ο αδύναμος παίκτης, ο οποίος ούτε παρευρίσκεται στην συναλλαγή, αλλά, το σπουδαιότερο, δεν έχει την δυνατότητα να ελέγξει άμεσα τους συναλλασσόμενους, ώστε να υποστηρίξει τα συμφέροντά του, αφού οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανύπαρκτοι.
Αποτέλεσμα; Υστέρηση εσόδων, ελλείμματα, αδυναμία εκπλήρωσης της κοινωνικής αποστολής του κράτους.
Ας μην δυσανασχετούμε συνεπώς, πολίτες και επιτηδευματίες, όταν χρειαζόμαστε αυτές τις υπηρεσίες και η πολιτεία πλημμελώς μόνο μπορεί να τις παρέχει!
Ας μην επικρίνουμε την πολιτική του δανεισμού και την αναγκαία υπερχρέωση των επόμενων γενεών.
Ας αναλογισθούμε ότι μια εξαρτημένη οικονομία, δεν έχει ελεύθερους πολίτες!
Είναι ζήτημα παιδείας και καλής νοοτροπίας.
Πρέπει να μάθουμε επιτέλους τις υποχρεώσεις μας, ως πολίτες.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι αυτονόητη η έκδοση της απόδειξης…
η ιδεα ξεκινησε πριν καιρο... πραγματοποιηθηκε το Νοεμβρη του 2008... ελπιδα να συνεχισει...
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
Η απόδειξη και η αυτονόητη έκδοσή της
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Φίλε Στέργιο,
Καλά τα λες για την απόδειξη αλλά σε αυτιά που δεν ακούνε. Γενικά, το μπλοκ σου είναι ενδιαφέρον. Και αν κατάλαβα καλά, το χρησιμοποιούν και άλλοι φίλοι με καλά θέματα και με σωστό τρόπο.
Εύχομαι να συνεχίσεις- συνεχίσετε, γιατί η φωνή από την επαρχία πάρα πολλές φορές περιέχει πολύ μεγαλύτερη ποιότητα από όση των μεγάλων κέντρων, Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Δημοσίευση σχολίου